Ετήσιοι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη χρήση που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ενέκρινε στις 11 Μαρτίου 2005 τους ελεγχθέντες ετήσιους λογαριασμούς της ΕΚΤ για τη χρήση που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004.
Η ΕΚΤ πραγματοποίησε καθαρή ζημία ύψους 1.636 εκατομμυρίων ευρώ το 2004, έναντι καθαρής ζημίας ύψους 477 εκατομμυρίων ευρώ το 2003. Και εφέτος, η ζημία οφειλόταν κυρίως στην εξέλιξη των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η οποία επηρέασε δυσμενώς την αξία –σε ευρώ– των περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ που είναι εκφρασμένα σε συνάλλαγμα, κυρίως σε δολάρια ΗΠΑ.
Οι λογιστικές πολιτικές της ΕΚΤ δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην αρχή της συντηρητικότητας. Ως εκ τούτου, οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των τιμών της αγοράς όσον αφορά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και το χρυσό που κατέχει η ΕΚΤ αντιμετωπίζονται ως πραγματοποιηθείσες και μεταφέρονται στα αποτελέσματα χρήσεως στο τέλος του έτους. Ωστόσο, τα μη πραγματοποιηθέντα κέρδη από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των τιμών της αγοράς όσον αφορά τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και το χρυσό που κατέχει η ΕΚΤ δεν αναγνωρίζονται ως κέρδη, αλλά μεταφέρονται απευθείας σε λογαριασμούς αναπροσαρμογής. Το 2004 η ανατίμηση του ευρώ είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθεί καθαρή ζημία από συναλλαγματικές διαφορές ύψους σχεδόν 2,1 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Τα τακτικά έσοδα της ΕΚΤ προέρχονται κυρίως από την επένδυση των συναλλαγματικών διαθεσίμων και του καταβεβλημένου κεφαλαίου της το οποίο ανέρχεται σε 4,1 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και από πιστωτικούς τόκους επί του μεριδίου της (8%) στα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ. Το 2004 οι πιστωτικοί τόκοι επηρεάστηκαν δυσμενώς από τα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων επί των περιουσιακών στοιχείων σε εγχώριο και ξένο νόμισμα. Οι συνολικοί καθαροί πιστωτικοί τόκοι της ΕΚΤ από όλες τις πηγές ανήλθαν σε 690 εκατομμύρια ευρώ έναντι 715 εκατομμυρίων ευρώ το 2003. Αν δεν συνυπολογιστούν οι πιστωτικοί τόκοι ύψους 733 εκατομμυρίων ευρώ επί του μεριδίου των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων, οι καθαροί χρεωστικοί τόκοι ανήλθαν σε 43 εκατομμύρια ευρώ, έναντι καθαρών πιστωτικών τόκων ύψους 17 εκατομμυρίων ευρώ το 2003. Η ΕΚΤ κατέβαλε τόκους ύψους 693 εκατομμυρίων ευρώ στις εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) επί των απαιτήσεών τους σε σχέση με τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που μεταβίβασαν στην ΕΚΤ.
Οι διοικητικές δαπάνες της ΕΚΤ που αφορούν μισθούς και συναφή έξοδα, τη μίσθωση κτιρίων, καθώς και αγαθά και υπηρεσίες, ανήλθαν σε 340 εκατομμύρια ευρώ (έναντι 286 εκατομμυρίων ευρώ το 2003). Η αύξηση αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο σε πρόβλεψη έναντι αύξησης, όπως υπολογίζεται σε αναλογιστική βάση, των υποχρεώσεων της ΕΚΤ που συνδέονται με το ταμείο συντάξεων. Οι αποσβέσεις πάγιων στοιχείων ενεργητικού ανήλθαν σε 34 εκατομμύρια ευρώ. Στο τέλος του 2004, η ΕΚΤ απασχολούσε 1.309 υπαλλήλους (εκ των οποίων οι 131 κατείχαν διευθυντικές θέσεις) έναντι 1.213 στο τέλος του 2003.
Στις 11 Μαρτίου 2005, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, πρώτον, να καλύψει την καθαρή ζημία της ΕΚΤ ύψους 1.636 εκατομμυρίων ευρώ με το συνολικό γενικό αποθεματικό ύψους 296 εκατομμυρίων ευρώ και, δεύτερον, να καλύψει την υπόλοιπη ζημία (1.340 εκατομμύρια ευρώ) με το νομισματικό εισόδημα που κατανεμήθηκε στις εθνικές κεντρικές τράπεζες για το οικονομικό έτος 2004 κατ’ αναλογία προς τα ποσά που κατανεμήθηκαν σε κάθε εθνική κεντρική τράπεζα.
Οι ετήσιοι λογαριασμοί και η έκθεση διαχείρισης για τη χρήση που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2004 θα δημοσιευθούν στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ στις 26 Απριλίου 2005.
Σημείωμα για τον συντάκτη
- Λογιστικές πολιτικές της ΕΚΤ: Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει θεσπίσει κοινές λογιστικές πολιτικές για το Ευρωσύστημα, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, σύμφωνα με το άρθρο 26.4 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Καταστατικό του ΕΣΚΤ), οι οποίες έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1]. Οι πολιτικές αυτές, αν και βασίζονται σε διεθνώς παραδεκτές λογιστικές πρακτικές, έχουν σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να λαμβάνουν υπόψη την ειδική φύση των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος. Δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της συντηρητικότητας, λόγω των υψηλών συναλλαγματικών κινδύνων που διατρέχουν οι περισσότερες από αυτές τις κεντρικές τράπεζες. Αυτή η συντηρητική προσέγγιση εφαρμόζεται ιδίως στη διαφορετική αντιμετώπιση των μη πραγματοποιηθέντων κερδών και των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών κατά την αναγνώριση εσόδων, καθώς και στην απαγόρευση συμψηφισμού των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών που καταγράφονται επί ενός περιουσιακού στοιχείου έναντι μη πραγματοποιηθέντων κερδών που καταγράφονται επί ενός άλλου. Όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες (ΕθνΚΤ) οφείλουν να ακολουθούν αυτές τις πολιτικές για τους σκοπούς της υποβολής εκθέσεων σχετικά με τις πράξεις που διενεργούν στο πλαίσιο του Ευρωσυστήματος και οι οποίες περιλαμβάνονται στις εβδομαδιαίες ενοποιημένες λογιστικές καταστάσεις του Ευρωσυστήματος. Σε γενικές γραμμές, όλες οι ΕθνΚΤ εφαρμόζουν εθελουσίως τις ίδιες πολιτικές με την ΕΚΤ κατά την κατάρτιση των ετήσιων οικονομικών τους καταστάσεων.
- Τόκοι από τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που μεταβιβάζονται στην ΕΚΤ: Όλες οι ΕθνΚΤ, με τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων στην ΕΚΤ κατά την ένταξή τους στο Ευρωσύστημα, απέκτησαν έντοκες απαιτήσεις έναντι της ΕΚΤ για το αντίστοιχο ποσό που μεταβίβασε η καθεμία. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να εκφράζονται σε ευρώ και να τοκίζονται σε ημερήσια βάση με το πιο πρόσφατο επιτόκιο για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος, διορθωμένο ώστε να λαμβάνεται υπόψη το μηδενικό επιτόκιο που εφαρμόζεται επί του μέρους των διαθεσίμων που μεταβιβάστηκε υπό μορφή χρυσού. Για το 2004 προέκυψαν έτσι χρεωστικοί τόκοι ύψους 693 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, έναντι καθαρών πιστωτικών τόκων ύψους 422 εκατομμυρίων ευρώ επί συναλλαγματικών διαθεσίμων.
- Διανομή του εισοδήματος της ΕΚΤ από τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ: Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι το εισόδημα αυτό θα διανέμεται χωριστά στις ΕθνΚΤ με τη μορφή ενδιάμεσης διανομής μετά το τέλος κάθε τριμήνου[2]. Θα διανέμεται στο ακέραιο, εκτός εάν το καθαρό κέρδος της ΕΚΤ για το συγκεκριμένο έτος είναι μικρότερο του εισοδήματός της από τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ, και με την επιφύλαξη τυχόν απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου να μειώσει το εισόδημα αυτό λόγω εξόδων της ΕΚΤ σε σχέση με την έκδοση και διαχείριση τραπεζογραμματίων ευρώ. Βάσει του κατ' εκτίμηση οικονομικού αποτελέσματος της ΕΚΤ για τη χρήση που έληγε στις 31 Δεκεμβρίου 2004, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε το Δεκέμβριο του 2004:α. να ανακαλέσει τις τρεις τριμηνιαίες ενδιάμεσες διανομές που είχαν ήδη καταβληθεί στις ΕθνΚΤ εντός του έτους, οι οποίες ανέρχονταν συνολικά σε 536 εκατομμύρια ευρώ, β. να αναστείλει την τελευταία τριμηνιαία ενδιάμεση διανομή ύψους 197 εκατομμυρίων ευρώ.
- Επιμερισμός ζημίας: Σύμφωνα με το άρθρο 33.2 του Καταστατικού του ΕΣΚΤ, σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ, η ζημία αυτή δύναται να καλυφθεί ως ακολούθως: Η ζημία μπορεί να καλυφθεί από το γενικό αποθεματικό της ΕΚΤ και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, έπειτα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, από το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους. Όταν το νομισματικό εισόδημα χρησιμοποιείται για την κάλυψη ζημίας, τα ποσά που κατανέμονται στις ΕθνΚΤ για το αντίστοιχο οικονομικό έτος μειώνονται κατ’ αναλογία προς τους συντελεστές στάθμισής τους στην κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Κατά τη συνεδρίαση που πραγματοποίησε στις 13 Ιανουαρίου 2005, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε, κατ’ αρχήν, ότι θα καλύψει στο ακέραιο την τελική ζημία της ΕΚΤ για το 2004 με το συνολικό γενικό αποθεματικό και, εν συνεχεία, με το απαιτούμενο νομισματικό εισόδημα. Οι ΕθνΚΤ μπόρεσαν έτσι, προτού κλείσουν τους ετήσιους λογαριασμούς τους για το 2004, να προβούν στην απαραίτητη πρόβλεψη.
-
[1] Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 5ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2002/11), ΕΕ L 58 της 3.3.2003, σ. 38.
-
[2] Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 21ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με τη διανομή του εισοδήματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών των συμμετεχόντων κρατών μελών (ΕΚΤ/2002/9), ΕΕ L 323 της 28.11.2002, σ. 49.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- [email protected]
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου