Η ελληνική έκδοση της Έκθεσης για τη Σύγκλιση δεν περιλαμβάνει όλα τα κεφάλαια. Το πλήρες κείμενο της έκθεσης είναι διαθέσιμο στα αγγλικά στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.
1 Εισαγωγή
Από την 1η Ιανουαρίου 1999 μέχρι σήμερα, 19 κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Η παρούσα έκθεση εξετάζει επτά από τις οκτώ χώρες της ΕΕ που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα. Μία από τις οκτώ χώρες, η Δανία, γνωστοποίησε το 1992 στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συμβούλιο ΕΕ) την πρόθεσή της να μη συμμετάσχει στο Τρίτο Στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).[1] Ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να καταρτιστεί έκθεση σύγκλισης για τη Δανία παρά μόνο εάν εκείνη το ζητήσει. Καθώς δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, η παρούσα έκθεση εξετάζει τις εξής χώρες: τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Και οι επτά χώρες δεσμεύονται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής “Συνθήκη”) να υιοθετήσουν το ευρώ και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώξουν να εκπληρώσουν τα κριτήρια σύγκλισης.[2]
Με την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εκπληρώνει την υποχρέωσή της σύμφωνα με το άρθρο 140 της Συνθήκης. Το άρθρο 140 αναφέρει ότι η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλουν, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο έτη ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση, να υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο της ΕΕ “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της τακτικής ανά διετία εξέτασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης κατήρτισε έκθεση και οι δύο εκθέσεις υποβάλλονται στο Συμβούλιο της ΕΕ παράλληλα.
Στην παρούσα έκθεση, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί το πλαίσιο που εφαρμόστηκε στις προηγούμενες Εκθέσεις για τη Σύγκλιση. Εξετάζει, για τις εν λόγω επτά χώρες, κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης, αν η εθνική νομοθεσία είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (“Καταστατικό του ΕΣΚΤ”) και αν πληρούνται οι απαιτήσεις ως προς το καταστατικό των εθνικών κεντρικών τους τραπεζών τους (ΕθνΚΤ) ώστε να καταστούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος.
Η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει πιο λεπτομερή αξιολόγηση της Κροατίας σε σχέση με τις άλλες εξεταζόμενες χώρες. Και αυτό διότι οι κροατικές αρχές έχουν επανειλημμένως ανακοινώσει την πρόθεσή τους να υιοθετήσουν το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2023.
Η εξέταση της διαδικασίας οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ακεραιότητα των συναφών στατιστικών στοιχείων. Η κατάρτιση και υποβολή των στατιστικών στοιχείων, ιδίως αυτών που αφορούν τα δημόσια οικονομικά, δεν πρέπει να επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες ή παρεμβάσεις. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καλούνται να θεωρούν την ποιότητα και την ακεραιότητα των στατιστικών στοιχείων τους θέμα υψηλής προτεραιότητας, να διασφαλίζουν ότι η κατάρτιση αυτών των στοιχείων υπόκειται σε ένα επαρκές σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) και να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα στον τομέα της στατιστικής. Αυτά τα πρότυπα είναι άκρως σημαντικά για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας των εθνικών στατιστικών αρχών, καθώς και για τη στήριξη της εμπιστοσύνης στην ποιότητα των δημοσιονομικών στατιστικών δεδομένων (βλ. Κεφάλαιο 6 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).
Από τις 4 Νοεμβρίου 2014 και εξής,[3] κάθε χώρα της οποίας αίρεται η παρέκκλιση υποχρεούται να ενταχθεί στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ), το αργότερο έως την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ. Από την ένταξή της αυτή, όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον ΕΕΜ ισχύουν για την εν λόγω χώρα. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουν γίνει οι αναγκαίες προετοιμασίες. Ειδικότερα, το τραπεζικό σύστημα κάθε κράτους-μέλους που εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ και, κατά συνέπεια, στον ΕΕΜ υπόκειται σε συνολική αξιολόγηση.[4] Στις 10 Ιουλίου 2020 η ΕΚΤ ανακοίνωσε ότι υιοθέτησε τις αποφάσεις να καθιερώσει στενή συνεργασία με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) και τη Hrvatska narodna banka, μετά την εκπλήρωση των απαραίτητων εποπτικών και νομοθετικών προϋποθέσεων.[5] Με τη θέση σε ισχύ των πλαισίων στενής συνεργασίας την 1η Οκτωβρίου 2020, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για (α) την άμεση εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων στις δύο χώρες, (β) τις κοινές διαδικασίες για όλα τα εποπτευόμενα ιδρύματα και (γ) την επίβλεψη των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων στις δύο χώρες, τα οποία εξακολουθούν να εποπτεύονται από τις αντίστοιχες εθνικές αρχές εποπτείας. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας και η Hrvatska narodna banka έχουν αναπτύξει στενή συνεργασία προκειμένου να διασφαλίσουν την ομαλή ένταξη των αρμόδιων εθνικών αρχών στον ΕΕΜ.[6]
Στην παρούσα έκθεση η διάταξη της ύλης έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο 2 περιγράφει το πλαίσιο που χρησιμοποιείται για την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 3 παρέχει μια οριζόντια επισκόπηση των βασικών πτυχών της οικονομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 4 περιέχει τις περιλήψεις κατά χώρα, οι οποίες παρουσιάζουν τα κυριότερα πορίσματα από την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 5 εξετάζει λεπτομερέστερα την κατάσταση της οικονομικής σύγκλισης σε καθένα από τα εξεταζόμενα επτά κράτη- μέλη. Το Κεφάλαιο 6 παρέχει μια γενική επισκόπηση των δεικτών σύγκλισης και της στατιστικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτισή τους. Τέλος, το Κεφάλαιο 7 εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας καθενός από τα εξεταζόμενα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης.
2 Πλαίσιο ανάλυσης
2.1 Οικονομική σύγκλιση
Για να εξετάσει την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της ΕΕ που επιθυμούν να υιοθετήσουν το ευρώ η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ένα ενιαίο πλαίσιο ανάλυσης. Το κοινό αυτό πλαίσιο, το οποίο έχει εφαρμοστεί με συνέπεια σε όλες τις Εκθέσεις Σύγκλισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ) και της ΕΚΤ, βασίζεται, πρώτον, στις διατάξεις της Συνθήκης και στην εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τους λόγους του χρέους, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, καθώς και άλλους παράγοντες που είναι συναφείς με την οικονομική ολοκλήρωση και σύγκλιση. Δεύτερον, βασίζεται σε μια σειρά από πρόσθετους οικονομικούς δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τις παρελθούσες ή τις μελλοντικές εξελίξεις και θεωρούνται χρήσιμοι για τη λεπτομερέστερη εξέταση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Ορισμένα στοιχεία του πλαισίου αυτού υπέστησαν βελτιώσεις με την πάροδο του χρόνου. Η εξέταση των κρατών-μελών με βάση όλους αυτούς τους παράγοντες παρέχει επίσης σημαντικές πληροφορίες που διασφαλίζουν ότι η ενσωμάτωσή τους στη ζώνη του ευρώ θα γίνει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τα Πλαίσια 1 έως 5 υπενθυμίζουν εν συντομία τις νομικές διατάξεις και παραθέτουν μεθοδολογικές λεπτομέρειες όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων από την ΕΚΤ.
Για λόγους συνέχειας και ίσης μεταχείρισης, η παρούσα έκθεση ακολουθεί τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις της ΕΚΤ (και, παλαιότερα, του ΕΝΙ). Ειδικότερα, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί μια σειρά από κατευθυντήριες αρχές κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης. Πρώτον, τα επιμέρους κριτήρια ερμηνεύονται συσταλτικά και εφαρμόζονται αυστηρά. Το σκεπτικό αυτής της αρχής είναι ότι τα κριτήρια αποσκοπούν κυρίως στο να εξασφαλίσουν ότι στη ζώνη του ευρώ θα μπορούν να συμμετέχουν μόνο όσα κράτη-μέλη έχουν οικονομικές συνθήκες που συντελούν στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και στη συνοχή της ζώνης του ευρώ. Δεύτερον, τα κριτήρια σύγκλισης αποτελούν μια συνεκτική και ολοκληρωμένη δέσμη και πρέπει να πληρούνται όλα ανεξαιρέτως. Η Συνθήκη παραθέτει τα κριτήρια ως ισότιμα και δεν τα ιεραρχεί. Τρίτον, τα κριτήρια σύγκλισης πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με πραγματικά στοιχεία. Τέταρτον, η εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης πρέπει να είναι ομοιόμορφη, διαφανής και απλή. Επιπλέον, κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα, καθώς η σύγκλιση πρέπει να έχει διάρκεια και να μην είναι βραχύβια. Για τον λόγο αυτό, στις αξιολογήσεις κατά χώρα αναλύεται και η διατηρησιμότητα της σύγκλισης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές εξελίξεις των χωρών εξετάζονται βάσει αναδρομικών στοιχείων που καλύπτουν κατ’ αρχήν την τελευταία δεκαετία. Αυτό βοηθά να διαπιστωθεί ακριβέστερα κατά πόσον η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι αποτέλεσμα πραγματικών διαρθρωτικών προσαρμογών και, κατ' επέκταση, να αξιολογηθεί καλύτερα η διατηρησιμότητα της οικονομικής σύγκλισης.
Επιπλέον, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο, εξετάζονται οι προοπτικές για το μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο εφιστάται ιδιαιτέρως η προσοχή στο γεγονός ότι η διατηρησιμότητα των ευνοϊκών οικονομικών εξελίξεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η οικονομική πολιτική θα ανταποκριθεί με τρόπο πρόσφορο και διαρκή στις υπάρχουσες και στις μελλοντικές προκλήσεις. Η ισχυρή διακυβέρνηση και οι υγιείς θεσμοί είναι επίσης απαραίτητοι για τη στήριξη της διατηρήσιμης αύξησης του προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα. Γενικά, τονίζεται ότι η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας της οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται από την επίτευξη μιας ισχυρής αρχικής θέσης, από την ύπαρξη υγιών θεσμών και από την άσκηση κατάλληλων πολιτικών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Το κοινό πλαίσιο εφαρμόζεται σε καθένα από τα επτά εξεταζόμενα κράτη-μέλη της ΕΕ χωριστά. Αυτές οι αξιολογήσεις, οι οποίες εξετάζουν τις επιδόσεις κάθε κράτους-μέλους, πρέπει να εκτιμώνται αυτοτελώς, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 140 της Συνθήκης.
Η τελευταία ημερομηνία για τα στατιστικά στοιχεία που περιέχονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση ήταν η 25η Μαΐου 2022. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης παρείχε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. Κεφάλαιο 6, πίνακες και διαγράμματα του αγγλικού πρωτοτύπου), σε συνεργασία με την ΕΚΤ προκειμένου για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Σε συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως περίοδος αναφοράς τόσο για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών όσο και για το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων λαμβάνεται το διάστημα Μαΐου 2021-Απριλίου 2022. Για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ως περίοδος αναφοράς λαμβάνεται το διάστημα 26 Μαΐου 2020-25 Μαΐου 2022. Τα ιστορικά στοιχεία για τις δημοσιονομικές θέσεις αφορούν την περίοδο μέχρι και το 2021. Επίσης λαμβάνονται υπόψη προβλέψεις προερχόμενες από ποικίλες πηγές, σε συνδυασμό με τα πιο πρόσφατα προγράμματα σύγκλισης των κρατών-μελών, καθώς και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται χρήσιμες για την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022 (Alert Mechanism Report 2022),[7] που λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα έκθεση, δημοσιεύθηκαν στις 16 Μαΐου 2022 και στις 24 Νοεμβρίου 2021 αντίστοιχα. Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 27 Μαΐου 2022.
Στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζεται σε περιορισμένο βαθμό ο αντίκτυπος του ρωσο-ουκρανικού πολέμου στη διαδικασία της σύγκλισης. Είναι πολύ πρώιμη η εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων σχετικά με την επίδραση στην πορεία της σύγκλισης και κατά πόσο αυτή η επίδραση θα εκδηλωθεί με συμμετρικό ή μη τρόπο στις αντίστοιχες χώρες. Ειδικότερα, η αξιολόγηση της μελλοντικής σύγκλισης περιβάλλεται από υψηλή αβεβαιότητα και ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να αξιολογηθεί μόνο εκ των υστέρων.
Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 1.
Πλαίσιο 1
Η εξέλιξη των τιμών
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών. Αυτό καταδεικνύεται από ρυθμό πληθωρισμού που προσεγγίζει τον αντίστοιχο ρυθμό των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”.
Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) σε συγκρίσιμη βάση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας Έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο”, ο ρυθμός πληθωρισμού υπολογίστηκε με βάση τη μεταβολή του μέσου όρου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για το τελευταίο διαθέσιμο δωδεκάμηνο έναντι του μέσου όρου του προηγούμενου δωδεκαμήνου. Ο πληθωρισμός μετρήθηκε βάσει του ΕνΔΤΚ, ο οποίος κατασκευάστηκε με σκοπό να αξιολογείται η σύγκλιση όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε συγκρίσιμη βάση (βλ. Ενότητα 2 του Κεφαλαίου 6 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).
Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των ρυθμών πληθωρισμού των εξής τριών κρατών-μελών: Γαλλία (3,2%), Φινλανδία (3,3%) και Ελλάδα (3,6%). Άρα, αφού προστεθεί 1,5 ποσοστιαία μονάδα στο μέσο επιτόκιο, προκύπτει τιμή αναφοράς 4,7%. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της Συνθήκης, οι επιδόσεις της οικονομίας μιας χώρας ως προς τον πληθωρισμό εξετάζονται σε σχετικούς όρους, δηλ. σε σχέση με τις εξελίξεις σε άλλα κράτη-μέλη. Έτσι, στο κριτήριο της σταθερότητας των τιμών λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι κοινές διαταραχές (που προκύπτουν π.χ. από τις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων) μπορούν προσωρινά να ωθήσουν τον πληθωρισμό σε επίπεδα που δεν συνάδουν με τον στόχο που έχει τεθεί από την κεντρική τράπεζα.
Οι ρυθμοί πληθωρισμού στη Μάλτα και την Πορτογαλία δεν λήφθηκαν υπόψη στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς. Η εξέλιξη των τιμών στις χώρες αυτές κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς οδήγησε σε μέσο δωδεκάμηνο ρυθμό πληθωρισμού τον Απρίλιο του 2022 ίσο προς 2,1% και 2,6% αντίστοιχα. Οι δύο αυτές χώρες εξαιρέθηκαν από τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς, καθώς και στις δύο οι ρυθμοί πληθωρισμού ήταν σημαντικά χαμηλότεροι έναντι των συγκρίσιμων ρυθμών πληθωρισμού σε άλλα κράτη-μέλη κατά την περίοδο αναφοράς, ενώ και στις δύο περιπτώσεις αυτό οφειλόταν σε έκτακτους παράγοντες. Στη Μάλτα, η υποτονική εξέλιξη του πληθωρισμού αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τις σταθερές τιμές της ενέργειες, λόγω της οικονομικής στήριξης που παρείχε η κυβέρνηση στην κρατική εταιρία ενέργειας και της μείωσης του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, καθώς και τεχνικούς παράγοντες που σχετίζονται με τον υπολογισμό του δείκτη. Ειδικότερα, το καταναλωτικό καλάθι των νοικοκυριών μεταβλήθηκε σημαντικά το 2020, αν και πρόσκαιρα, λόγω της πανδημίας COVID-19, γεγονός που επέφερε μεγάλη αλλαγή στις σταθμίσεις ορισμένων υποσυνιστωσών του δείκτη το 2021. Η εξέλιξη αυτή ήταν ιδιαίτερα έντονη στον πληθωρισμό των τιμών των υπηρεσιών. Στην Πορτογαλία, η διαφορά της δυναμικής του πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ οφείλεται κυρίως στον υποτονικότερο ρυθμό ανάπτυξης των τιμών των υπηρεσιών και της ενέργειας. Ενώ οι πρώτες αντικατοπτρίζουν τη μεγαλύτερη επίδραση της μειωμένης ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών, οι δεύτερες οφείλονται σε μικρότερη μετακύλιση της αύξησης των τιμών του πετρελαίου και άλλων ενεργειακών προϊόντων παγκοσμίως.[8]
Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ που καταγράφηκε στη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς (Μάιος 2021–Απρίλιος 2022) αξιολογείται υπό το πρίσμα της οικονομικής επίδοσης της χώρας όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών την τελευταία δεκαετία. Έτσι, εξετάζεται αναλυτικότερα η διατηρησιμότητα της εξέλιξης των τιμών στην εκάστοτε εξεταζόμενη χώρα. Εν προκειμένω, η προσοχή εστιάζεται αφενός στον προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής και ιδίως στο κατά πόσον οι νομισματικές αρχές δίνουν πρωτίστως έμφαση στην επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και αφετέρου στη συμβολή άλλων τομέων της οικονομικής πολιτικής στην επίτευξη αυτού του στόχου. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Η εξέλιξη των τιμών εξετάζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, με έμφαση σε παράγοντες όπως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τις τιμές των εισαγομένων. Τέλος, εξετάζονται οι τάσεις άλλων συναφών δεικτών τιμών. Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, παρέχεται μια εικόνα της αναμενόμενης εξέλιξης του πληθωρισμού κατά τα επόμενα έτη, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις μεγάλων διεθνών οργανισμών και συμμετεχόντων στην αγορά. Επίσης γίνεται αναφορά και σε ορισμένα θέματα θεσμικής και διαρθρωτικής φύσεως, τα οποία είναι σημαντικά για τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη σταθερότητα των τιμών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ, καθώς και ορισμένα διαδικαστικά θέματα, παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 2.
Πλαίσιο 2
Δημοσιονομικές εξελίξεις
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), δεύτερη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Αυτή καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, κατά την έννοια του άρθρου 126(6)”.
Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος-μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 126, παράγραφος 6 της εν λόγω Συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος”.
Το άρθρο 126 περιγράφει τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 126(2) και (3), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει έκθεση εάν ένα κράτος-μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικότερα εάν:
- ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 3% του ΑΕΠ), εκτός εάν:
- ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς, είτε, εναλλακτικά,
- η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς.
- ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 60% του ΑΕΠ), εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.
Επιπλέον, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά πόσον το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανόμενης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους-μέλους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται επίσης να συντάξει έκθεση εάν, μολονότι πληρούνται τα κριτήρια, θεωρεί ότι υπάρχει σε ένα κράτος-μέλος κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατυπώνει γνώμη βάσει της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 126(6), το Συμβούλιο της ΕΕ, με βάση σύσταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κράτους- μέλους, αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία, εξαιρουμένου του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους, και μετά από συνολική εκτίμηση, αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα στο εν λόγω κράτος-μέλος.
Οι διατάξεις του άρθρου 126 της Συνθήκης αποσαφηνίζονται περαιτέρω με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97[9] του Συμβουλίου, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011[10] του Συμβουλίου, ο οποίος μεταξύ άλλων:
- επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του χρέους είναι ισότιμο με το κριτήριο του ελλείμματος και το θέτει σε ισχύ, επιτρέποντας παράλληλα τριετή μεταβατική περίοδο για τα κράτη-μέλη που εξήλθαν από ΔΥΕ οι οποίες ενεργοποιήθηκαν πριν από τον 2011. Το άρθρο 2(1α) του Κανονισμού προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, εάν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος, που αποτελεί ενδεικτικό ποσοστό με βάση τις μεταβολές της προηγούμενης τριετίας για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του χρέους θεωρείται επίσης ότι πληρούται, εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι η απαιτούμενη μείωση της διαφοράς θα σημειωθεί στη διάρκεια μιας ορισμένης τριετίας. Κατά την εφαρμογή του ενδεικτικού ποσοστού προσαρμογής του λόγου του χρέους πρέπει να ληφθεί υπόψη η επίδραση του οικονομικού κύκλου στον ρυθμό μείωσης του χρέους,
- αναφέρει λεπτομερώς ποιους σχετικούς παράγοντες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν καταρτίζει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126(3) της Συνθήκης. Και το κυριότερο, εξειδικεύει ορισμένους παράγοντες που θεωρούνται χρήσιμοι για την αξιολόγηση της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς και της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους (βλ. άρθρο 2(3) του Κανονισμού και τις πληροφορίες σχετικά με την ανάλυση της ΕΚΤ που παρουσιάζεται στη συνέχεια).
Επιπλέον, η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση (ΣΣΣΔ) στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, η οποία αξιοποιεί τις διατάξεις του ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013.[11] Ο Τίτλος ΙΙΙ (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) προβλέπει, μεταξύ άλλων, έναν δεσμευτικό δημοσιονομικό κανόνα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός. Αυτός ο κανόνας θεωρείται ότι τηρείται αν το ετήσιο διαρθρωτικό αποτέλεσμα αντιστοιχεί στον ανά χώρα καθορισθέντα μεσοπρόθεσμο στόχο και δεν υπερβαίνει, σε διαρθρωτικούς όρους, έλλειμμα ίσο με 0,5% του ΑΕΠ. Αν ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι σημαντικά χαμηλότερος από το 60% του ΑΕΠ και οι κίνδυνοι για την πιο μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι περιορισμένοι, ο μεσοπρόθεσμος στόχος μπορεί να φθάσει σε διαρθρωτικό έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ. Η ΣΣΣΔ περιλαμβάνει επίσης τον κανόνα σχετικά με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους ο οποίος εμπεριέχεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Συμβουλίου που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου. Τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη υποχρεούνται να ενσωματώσουν στο σύνταγμά τους – ή σε ισοδύναμο νόμο με αυξημένη τυπική ισχύ σε σύγκριση με τον νόμο για τον ετήσιο προϋπολογισμό – τους θεσπιζόμενους δημοσιονομικούς κανόνες, μαζί με έναν αυτόματο διορθωτικό μηχανισμό σε περίπτωση απόκλισης από τον δημοσιονομικό στόχο.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Προκειμένου να εξετάσει τη σύγκλιση, η ΕΚΤ διατυπώνει την άποψή της για τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα, η ΕΚΤ εξετάζει σημαντικούς δείκτες των δημοσιονομικών εξελίξεων από το 2012 έως το 2021, τις προοπτικές και τις προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και κυρίως τις σχέσεις που συνδέουν την εξέλιξη του ελλείμματος με την εξέλιξη του χρέους. Όσον αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στα οικονομικά της γενικής κυβέρνησης, η ΕΚΤ παραπέμπει στη γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία ενεργοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 2020. Ειδικότερα, για το προληπτικό σκέλος, τα άρθρα 5(1) και 9(1) του Κανονισμού (ΕE) αριθ. 1466/97[12] αναφέρουν ότι “σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής προς επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου ..., εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”. Για το διορθωτικό σκέλος, το άρθρο 3(5) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ορίζει ότι “σε περίπτωση σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, μετά από εισήγηση της Επιτροπής, να υιοθετήσει αναθεωρημένη σύσταση σύμφωνα με το Άρθρο 126(7) της ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”, ενώ το Άρθρο 5(2) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 ορίζει ότι “σε περίπτωση σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, μετά από εισήγηση της Επιτροπής, να υιοθετήσει αναθεωρημένη ειδοποίηση σύμφωνα με το Άρθρο 126(9) της ΣΛΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”. Παρέχεται νέα ανάλυση της ΕΚΤ σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2(3)(β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου και στην Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου.[13] Ως προς το άρθρο 126, η ΕΚΤ, αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει επίσημο ρόλο στη ΔΥΕ. Συνεπώς, η έκθεση της ΕΚΤ απλώς αναφέρει αν η χώρα υπόκειται σε ΔΥΕ.
Ως προς τη διάταξη της Συνθήκης σύμφωνα με την οποία ο λόγος του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ πρέπει να “μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό”, η ΕΚΤ εξετάζει τις παρελθούσες και μελλοντικές τάσεις του λόγου του χρέους. Για τα κράτη-μέλη στα οποία ο λόγος του χρέους υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η ΕΚΤ παραθέτει την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη συμμόρφωση με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 2(1α) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου.
Η εξέταση των δημοσιονομικών εξελίξεων βασίζεται σε στοιχεία που έχουν καταρτιστεί σε εθνικολογιστική βάση, σύμφωνα με το ΕΣΛ 2010 (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2022 και περιλαμβάνουν τη δημοσιονομική θέση κάθε χώρας από το 2012 έως το 2021, καθώς και προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2022-2023.
Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, οι πραγματοποιήσεις κατά το έτος αναφοράς (2021) αξιολογούνται υπό το πρίσμα των επιδόσεων των κρατών-μελών την τελευταία δεκαετία. Αρχικά εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του ελλείμματος. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι η μεταβολή του ετήσιου λόγου του ελλείμματος μιας χώρας επηρεάζεται συνήθως από ποικίλους παράγοντες. Οι επιδράσεις μπορούν να διακριθούν σε “κυκλικές”, οι οποίες αντανακλούν την αντίδραση των ελλειμμάτων στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου, και σε “μη κυκλικές”, οι οποίες θεωρείται ότι αντανακλούν διαρθρωτικού χαρακτήρα ή μόνιμες προσαρμογές ύστερα από τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι εν λόγω μη κυκλικές επιδράσεις, όπως ποσοτικοποιούνται στην παρούσα έκθεση, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρείται ότι αντανακλούν αποκλειστικά κάποια διαρθρωτική μεταβολή της δημοσιονομικής κατάστασης, διότι περιλαμβάνουν και επιδράσεις οφειλόμενες σε μέτρα πολιτικής και σε ειδικούς παράγοντες που επηρεάζουν μόνο πρόσκαιρα το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Πράγματι, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί πώς μεταβλήθηκαν οι διαρθρωτικές δημοσιονομικές θέσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης, εν όψει της αβεβαιότητας αναφορικά με το επίπεδο και τον ρυθμό αύξησης του δυνητικού προϊόντος.
Επιπλέον εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του δημόσιου χρέους κατά την επισκοπούμενη περίοδο, καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή. Πρόκειται για τη διαφορά μεταξύ της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των επιτοκίων, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού και η προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Αυτή η αναλυτική οπτική παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έκταση της επίδρασης που άσκησε το μακροοικονομικό περιβάλλον, και ειδικότερα ο συνδυασμός ανάπτυξης και επιτοκίων, στη δυναμική του χρέους. Μπορεί επίσης να παρέχει καλύτερη πληροφόρηση για τη συμβολή του διαρθρωτικού αποτελέσματος και των κυκλικών εξελίξεων, όπως αντικατοπτρίζονται στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, και για τον ρόλο των έκτακτων παραγόντων, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Επίσης, εξετάζεται η διάρθρωση του δημόσιου χρέους, με ιδιαίτερη έμφαση στο ποσοστό του χρέους που είναι βραχυπρόθεσμο και στο ποσοστό που έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, καθώς και στην εξέλιξή τους. Η σύγκριση αυτών των ποσοστών με το σημερινό επίπεδο του λόγου του χρέους καταδεικνύει σε ποιο βαθμό τα δημοσιονομικά αποτελέσματα είναι ευαίσθητα στις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων.
Ως προς τις προοπτικές για το μέλλον, εξετάζονται τα εθνικά σχέδια προϋπολογισμών και οι πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2022-2023 και λαμβάνεται υπόψη η μεσοπρόθεσμη στρατηγική της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως αντανακλάται στο πρόγραμμα σύγκλισης. Μεταξύ άλλων, αξιολογούνται η επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου της δημοσιονομικής πολιτικής του κράτους-μέλους, όπως προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς και οι προοπτικές για την εξέλιξη του λόγου του χρέους με βάση τη δημοσιονομική πολιτική που ασκείται σήμερα. Λόγω της πανδημίας COVID-19, ενεργοποιήθηκε η γενική ρήτρα διαφυγής και επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως αναφέρεται στο Πλαίσιο 2. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που συνδέονται με τη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και στους ευρύτερους τομείς στους οποίους θα απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον, ιδίως σ’ αυτούς που συνδέονται με το ζήτημα των μη κεφαλαιοποιητικών δημόσιων συστημάτων συντάξεων, σε συνάρτηση προς τις δημογραφικές εξελίξεις, και με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του Δημοσίου. Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, η ανάλυση που περιγράφεται παραπάνω καλύπτει επίσης και τους περισσότερους από τους παράγοντες που χαρακτηρίζονται ως “σχετικοί” στο άρθρο 2(3) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, όπως αναφέρεται στο Πλαίσιο 2.
Όσον αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ περιγράφονται στο Πλαίσιο 3.
Πλαίσιο 3
Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τέταρτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ”.
Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της συμμετοχής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος-μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του ευρώ με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Όσον αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ΕΚΤ εξετάζει εάν η χώρα έχει συμμετάσχει στον ΜΣΙ ΙΙ (ο οποίος διαδέχθηκε τον ΜΣΙ τον Ιανουάριο του 1999) κατά τα δύο τουλάχιστον έτη πριν από την εξέταση χωρίς σοβαρές εντάσεις και συγκεκριμένα χωρίς υποτίμηση της κεντρικής της ισοτιμίας έναντι του ευρώ. Σε περιπτώσεις μικρότερων περιόδων συμμετοχής, εξετάζεται η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη διάρκεια μιας διετούς περιόδου αναφοράς.
Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ κρίνεται με γνώμονα κυρίως το εάν η συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφώνεται κοντά στην κεντρική ισοτιμία στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, ενώ παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι παράγοντες που οδήγησαν σε τυχόν ανατίμηση, προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν. Σχετικώς σημειώνεται ότι το εύρος των περιθωρίων διακύμανσης εντός του ΜΣΙ ΙΙ δεν προδικάζει την εξέταση του κριτηρίου που αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Επιπλέον, το ζήτημα της απουσίας “σοβαρής έντασης” αξιολογείται γενικώς ως εξής: (α) εξετάζεται ο βαθμός απόκλισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών από τις κεντρικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, (β) χρησιμοποιούνται δείκτες όπως η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ και η τάση της, καθώς και οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ και η εξέλιξή τους, (γ) αξιολογείται ο ρόλος των παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος και (δ) μελετάται ο ρόλος των προγραμμάτων διεθνούς οικονομικής στήριξης για τη σταθεροποίηση του νομίσματος.
Ως περίοδος αναφοράς στην παρούσα έκθεση λαμβάνεται το διάστημα από τις 26 Μαΐου 2020 έως τις 25 Μαΐου 2022. Όλες οι διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι επίσημες ισοτιμίες αναφοράς της ΕΚΤ (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Εκτός από την ένταξη στον ΜΣΙ ΙΙ και την εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ, εξετάζονται συνοπτικά και ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται από την εξέλιξη των πραγματικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και του ισοζυγίου πληρωμών (τρεχουσών συναλλαγών, κεφαλαιακών μεταβιβάσεων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών). Επίσης εξετάζονται η εξέλιξη του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση σε μακρότερες περιόδους. Οι ενότητες που αφορούν την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξετάζουν επίσης τον βαθμό ενσωμάτωσης κάθε χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η ενσωμάτωση αξιολογείται από την άποψη τόσο του εξωτερικού εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) όσο και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, οι ενότητες αυτές αναφέρουν επίσης κατά πόσον οι υπό εξέταση χώρες είχαν λάβει στήριξη από προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας ή προγράμματα στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών τους είτε διμερώς είτε πολυμερώς με τη συμμετοχή του ΔΝΤ ή/και της ΕΕ. Λαμβάνεται υπόψη τόσο η πραγματική όσο και η προληπτική στήριξη, συμπεριλαμβανομένης και της πρόσβασης σε χρηματοδότηση προληπτικού χαρακτήρα με τη μορφή π.χ. ευέλικτης πιστωτικής διευκόλυνσης (Flexible Credit Line) του ΔΝΤ.
Όσον αφορά την εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 4.
Πλαίσιο 4
Η εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τέταρτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος για το οποίο ισχύει παρέκκλιση και της συμμετοχής του στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων”.
Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της εν λόγω Συνθήκης σημαίνει ότι το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας Έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο” που παρατηρείται “επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση”, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο υπολογίστηκε ως ο αριθμητικός μέσος όρος του τελευταίου δωδεκαμήνου για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον ΕνΔΤΚ. Έτσι, στην παρούσα έκθεση λαμβάνεται ως περίοδος αναφοράς το διάστημα Μαΐου 2021-Απριλίου 2022, σύμφωνα με την περίοδο αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών.
Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών-μελών που χρησιμοποιήθηκαν και κατά τον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών (βλ. Πλαίσιο 1). Κατά την περίοδο αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των τριών χωρών με τους χαμηλότερους ρυθμούς πληθωρισμού που συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό της περιόδου αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών ήταν 0,3% (Γαλλία), 0,2% (Φινλανδία) και 1,4% Ελλάδα). Άρα το μέσο επιτόκιο είναι 0,6% και, αφού προστεθούν 2 εκατοστιαίες μονάδες, προκύπτει τιμή αναφοράς 2,6%. Τα επιτόκια υπολογίστηκαν με βάση τα διαθέσιμα εναρμονισμένα μακροπρόθεσμα επιτόκια που σχεδιάστηκαν για την αξιολόγηση της σύγκλισης (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Όπως προαναφέρθηκε, στη Συνθήκη γίνεται ρητή αναφορά στη “διάρκεια της σύγκλισης” που αντανακλάται στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Έτσι, οι εξελίξεις κατά την περίοδο αναφοράς (Μάιος 2021-Απρίλιος 2022) εξετάζονται σε συνδυασμό με την πορεία των μακροπρόθεσμων επιτοκίων την τελευταία δεκαετία (ή την περίοδο για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) και τους κυριότερους παράγοντες που ευθύνονται για τις διαφορές έναντι του μέσου μακροπρόθεσμου επιτοκίου που επικρατεί στη ζώνη του ευρώ. Κατά την περίοδο αναφοράς το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ αντανακλούσε εν μέρει τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου διαφόρων χωρών της ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, για λόγους σύγκρισης χρησιμοποιείται επίσης και η απόδοση των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ κατηγορίας ΑΑΑ (δηλ. το μακροπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων ΑΑΑ της ζώνης του ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται οι χώρες με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ). Προκειμένου να πλαισιώσει αυτή την ανάλυση, η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες για το μέγεθος και την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι πληροφορίες βασίζονται σε τρεις δείκτες (αξία των κυκλοφορούντων χρεογράφων που εκδίδονται από επιχειρήσεις, χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών και χορηγήσεις των ΝΧΙ προς τον εγχώριο μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα), οι οποίοι, σε συνδυασμό μεταξύ τους, μετρούν το μέγεθος των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η έκθεση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και διάφορους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Πλαίσιο 5). Σημειώνεται συναφώς ότι στις 13 Δεκεμβρίου 2011 τέθηκε σε ισχύ ένα ενισχυμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 121(6) της Συνθήκης, προκειμένου να διασφαλιστεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Το Πλαίσιο 5 υπενθυμίζει εν συντομία αυτές τις νομοθετικές διατάξεις και πώς αντιμετωπίζονται οι προαναφερθέντες πρόσθετοι παράγοντες κατά την αξιολόγηση της σύγκλισης από την ΕΚΤ.
Πλαίσιο 5
Άλλοι σχετικοί παράγοντες
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης: “Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνουν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, την κατάσταση και την εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και μια εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών”.
Σημειώνεται σχετικά ότι η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011. Βάσει του άρθρου 121(6) της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που περιγράφεται στα άρθρα 121(3) και 121(4) της Συνθήκης. Οι κανόνες αυτοί εγκρίθηκαν “προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών” (Άρθρο 121(3)), καθώς υπάρχει “ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και, ειδικότερα, χρειάζεται βελτιωμένη διακυβέρνηση στην Ένωση, η οποία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση μεγαλύτερο εθνικό ενστερνισμό”.[14] Η δέσμη νομοθετικών μέτρων περιλαμβάνει ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας (τη Διαδικασία Μακροοικονομικής Ανισορροπίας – ΔΜΑ). Το πλαίσιο αυτό έχει στόχο αφενός να αποτρέπει υπερβολικές μακροοικονομικές και μακροχρηματοοικονομικές ανισορροπίες και αφετέρου να βοηθά τα αποκλίνοντα κράτη-μέλη της ΕΕ να καταρτίζουν σχέδια διορθωτικών ενεργειών για τις αποκλίσεις, προτού αυτές παγιωθούν. Η ΔΜΑ, η οποία περιλαμβάνει και προληπτικό και διορθωτικό σκέλος, ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, εκτός από εκείνα τα οποία, εξαιτίας του ότι καλύπτονται από πρόγραμμα διεθνούς οικονομικής στήριξης, υπόκεινται ήδη σε αυστηρότερο έλεγχο και όρους. Η ΔΜΑ περιλαμβάνει έναν μηχανισμό επαγρύπνησης για τον εντοπισμό των ανισορροπιών σε πρώιμο στάδιο. Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται σε έναν διαφανή πίνακα αποτελεσμάτων δεικτών, ο οποίος περιέχει όρια προειδοποίησης για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς και σε οικονομικές αξιολογικές κρίσεις. Αυτές οι αξιολογικές κρίσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, την ονομαστική και πραγματική σύγκλιση εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ.[15] Κατά την αξιολόγηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, η σχετική διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη σοβαρότητά τους και τις πιθανές αρνητικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δευτερογενείς επιπτώσεις, οι οποίες επιδεινώνουν την ευπάθεια της οικονομίας της ΕΕ και αποτελούν απειλή για την ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ.[16]
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, οι πρόσθετοι παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης εξετάζονται στο Κεφάλαιο 5 (βλ. αγγλικό πρωτότυπο), στις ενότητες που εξετάζονται τα επιμέρους κριτήρια που περιγράφονται στα Πλαίσια 1 έως 4. Για λόγους πληρότητας, στο Κεφάλαιο 3 οι δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων (μεταξύ των οποίων και αυτοί που σχετίζονται με τα όρια προειδοποίησης) δημοσιεύονται για τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται η παροχή όλων των διαθέσιμων πληροφοριών για τον εντοπισμό μακροοικονομικών και μακροχρηματοοικονομικών ανισορροπιών οι οποίες μπορεί να δυσχεραίνουν την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης. Ιδίως κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία υπάγονται σε διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν επιτύχει υψηλό βαθμό σταθερής σύγκλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης.
2.2 Συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς τις Συνθήκες
2.2.1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η ΕΚΤ (όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) υποχρεούται να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιέχουν εξέταση του κατά πόσον η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους με παρέκκλιση, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της ΕθνΚΤ του, είναι συμβατή προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης και προς τα σχετικά άρθρα του Καταστατικού. Αυτή η προβλεπόμενη στη Συνθήκη υποχρέωση των κρατών-μελών με παρέκκλιση είναι γνωστή και ως “νομική σύγκλιση”.
Όταν αξιολογεί τη νομική σύγκλιση, η ΕΚΤ δεν περιορίζεται σε τυπική αξιολόγηση της εθνικής νομοθεσίας με βάση το γράμμα του νόμου, αλλά δύναται να εξετάσει και κατά πόσον η εφαρμογή των συναφών διατάξεων συνάδει προς το πνεύμα των Συνθηκών και του Καταστατικού. Η ΕΚΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για τυχόν ενδείξεις ότι ασκούνται πιέσεις στα όργανα λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών, κάτι που θα ήταν ασύμβατο προς το πνεύμα της Συνθήκης όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Η ΕΚΤ θεωρεί επίσης αναγκαία την ομαλή και συνεχή λειτουργία των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών οφείλουν ειδικότερα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση που κενωθεί θέση μέλους αποφασιστικού οργάνου μιας ΕθνΚΤ, να διασφαλίζουν τον έγκαιρο διορισμό νέου μέλους σε αντικατάσταση αυτού.[17] Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις προτού αποφανθεί οριστικά ότι η εθνική νομοθεσία ενός κράτους-μέλους είναι συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Κράτη-μέλη με παρέκκλιση και νομική σύγκλιση
Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία, η εθνική νομοθεσία των οποίων εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, είναι κράτη-μέλη με παρέκκλιση, δηλ. δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Η Σουηδία απέκτησε την ιδιότητα του κράτους-μέλους με παρέκκλιση με απόφαση του Συμβουλίου τον Μάιο του 1998.[18] Προκειμένου για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, τα άρθρα 4[19] και 5[20] των Πράξεων περί των όρων προσχωρήσεως προβλέπουν ότι καθένα από αυτά τα κράτη-μέλη συμμετέχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση από την ημερομηνία προσχώρησης ως κράτους-μέλους με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 139 της Συνθήκης.
Η παρούσα έκθεση δεν καλύπτει τη Δανία, επειδή είναι κράτος-μέλος με ειδικό καθεστώς και δεν έχει υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Το προσαρτώμενο στις Συνθήκες Πρωτόκολλο (αριθ. 16) σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία προβλέπει ότι, εν όψει της γνωστοποίησης στην οποία προέβη η δανική κυβέρνηση προς το Συμβούλιο στις 3 Νοεμβρίου 1993, η Δανία βρίσκεται υπό καθεστώς εξαίρεσης και η διαδικασία κατάργησης της παρέκκλισης θα ενεργοποιηθεί μόνο εάν το ζητήσει η Δανία. Το άρθρο 130 της Συνθήκης ισχύει για τη Δανία, άρα η Danmarks Nationalbank οφείλει να πληροί τους όρους περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Το ΕΝΙ στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998 αποφάνθηκε ότι αυτός ο όρος έχει εκπληρωθεί. Από το 1998 και εξής δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία αξιολόγηση της σύγκλισης της Δανίας, λόγω του ειδικού καθεστώτος της συγκεκριμένης χώρας. Μέχρις ότου η Δανία γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο ότι προτίθεται να υιοθετήσει το ευρώ, δεν είναι αναγκαία η νομική ενσωμάτωση της Danmarks Nationalbank στο Ευρωσύστημα ούτε χρειάζεται να προσαρμοστούν διατάξεις της δανικής νομοθεσίας.
Η αξιολόγηση της νομικής σύγκλισης έχει σκοπό να διευκολύνει το Συμβούλιο να αποφασίσει ποια κράτη-μέλη πληρούν “τις υποχρεώσεις τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης” (άρθρο 140(1) της Συνθήκης). Στον νομικό τομέα, οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα.
Διάρθρωση της νομικής αξιολόγησης
Η νομική αξιολόγηση ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο των προηγούμενων εκθέσεων της ΕΚΤ και του ΕΝΙ για τη νομική σύγκλιση.[21]
Κατά την εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας λαμβάνονται υπόψη τα νομοθετικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί πριν από τις 25 Μαρτίου 2022.
2.2.2 Αντικείμενο προσαρμογής
Τομείς προσαρμογής
Προκειμένου να προσδιοριστούν οι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, εξετάζονται τα εξής θέματα:
- η συμβατότητα προς τις σχετικές με την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ διατάξεις της Συνθήκης (άρθρο 130) και του Καταστατικού (άρθρα 7 και 14.2),
- η συμβατότητα προς τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας (άρθρο 37 του Καταστατικού),
- η συμβατότητα προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης (άρθρο 123 της Συνθήκης) και της προνομιακής πρόσβασης (άρθρο 124 της Συνθήκης).
- η συμβατότητα προς τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ, όπως απαιτείται από το δίκαιο της ΕΕ, και
- η νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα (ιδίως όσον αφορά τα άρθρα 12.1 και 14.3 του Καταστατικού).
“Συμβατότητα” έναντι “εναρμόνισης”
Το άρθρο 131 της Συνθήκης ορίζει ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι “συμβατή” με τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Κάθε ασυμβατότητα μεταξύ τους πρέπει συνεπώς να αίρεται. Η ανάγκη συμμόρφωσης προς αυτή την υποχρέωση δεν θίγεται ούτε από το γεγονός ότι οι Συνθήκες και το Καταστατικό κατισχύουν της εθνικής νομοθεσίας ούτε από τη φύση της ασυμβατότητας.
Η επιταγή βάσει της οποίας η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” με τη Συνθήκη και το Καταστατικό δεν σημαίνει ότι η Συνθήκη απαιτεί “εναρμόνιση” των καταστατικών των ΕθνΚΤ μεταξύ τους ή με το Καταστατικό. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται στον βαθμό που δεν αντιβαίνουν στην αρμοδιότητα επί νομισματικών θεμάτων που έχει εκχωρηθεί ανέκκλητα στην ΕΕ. Πράγματι, το άρθρο 14.4 του Καταστατικού επιτρέπει στις ΕθνΚΤ να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το Καταστατικό, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ.[22] Οι διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που επιτρέπουν τέτοιες πρόσθετες λειτουργίες αποτελούν σαφές παράδειγμα περιπτώσεων όπου οι διαφορές μπορούν να διατηρηθούν. Αντίθετα, ο όρος “συμβατή” σημαίνει ότι πρέπει να γίνει προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και των καταστατικών των ΕθνΚΤ ώστε να εξαλειφθούν οι ασυμβατότητες προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό και να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός ενσωμάτωσης των ΕθνΚΤ στο ΕΣΚΤ. Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνει προσαρμογή όλων των διατάξεων που αντιβαίνουν στην ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, όπως αυτή ορίζεται στη Συνθήκη, και στον ρόλο της ΕθνΚΤ ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΚΤ. Δεν αρκεί συνεπώς η επίκληση της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να εκπληρωθεί η ανωτέρω προϋπόθεση.
Η υποχρέωση κατά το άρθρο 131 της Συνθήκης καλύπτει μόνο περιπτώσεις ασυμβατότητας προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Ωστόσο, όσες εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν είναι συμβατές προς το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ όσον αφορά τους τομείς προσαρμογής που εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς αυτό. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν θίγει την υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Αυτή η γενική επιταγή απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 131 της Συνθήκης, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[23]
Οι Συνθήκες και το Καταστατικό δεν υποδεικνύουν με ποιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζεται η εθνική νομοθεσία. Η προσαρμογή μπορεί να γίνει με παραπομπές στις Συνθήκες και το Καταστατικό, με την ενσωμάτωση διατάξεων της Συνθήκης και του Καταστατικού και μνεία της πηγής τους, με την απαλοιφή των ασύμβατων διατάξεων ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων.
Επιπλέον, προκειμένου μεταξύ άλλων να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τις Συνθήκες και το Καταστατικό, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη πρέπει να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ επί σχεδίων νομοθετικών διατάξεων στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τα άρθρα 127(4) και 282(5) της Συνθήκης και το άρθρο 4 του Καταστατικού. Η Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων[24] απαιτεί ρητώς από τα κράτη-μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.
2.2.3 Ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ
Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και την εμπιστευτικότητα, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει προς τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και οι εν λόγω προσαρμογές έπρεπε να έχουν τεθεί σε ισχύ έως την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 αντίστοιχα.[25] Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές το αργότερο μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, την 1η Ιουνίου 1998.
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών
Τον Νοέμβριο του 1995 το ΕΝΙ συνέταξε κατάλογο με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών (επακολούθησε λεπτομερής περιγραφή τους στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998), τα οποία αποτέλεσαν τότε τη βάση για την αξιολόγηση της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών, ιδίως των καταστατικών των ΕθνΚΤ. Η έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών περιλαμβάνει διάφορους τύπους ανεξαρτησίας που πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, δηλ. τη λειτουργική, τη θεσμική, την προσωπική και την οικονομική ανεξαρτησία. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι πτυχές της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αναλύθηκαν διεξοδικότερα στις γνώμες που εξέδωσε η ΕΚΤ. Αυτές αποτελούν και τη βάση για την αξιολόγηση του βαθμού σύγκλισης της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών με παρέκκλιση προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό.
Λειτουργική ανεξαρτησία
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά απαραίτητο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος πρέπει να έχει οριστεί με σαφήνεια και να υπερισχύει κάθε άλλου σκοπού. Για να υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία, ο πρωταρχικός σκοπός κάθε ΕθνΚΤ πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να υπάρχει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου και να συνάδει πλήρως προς τον πρωταρχικό σκοπό που καθιερώνει η Συνθήκη, δηλ. τη σταθερότητα των τιμών. Προς τούτο θα πρέπει να παρέχονται στην ΕθνΚΤ τα αναγκαία μέσα και εργαλεία ώστε να επιτυγχάνει αυτό τον σκοπό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η επιταγή της Συνθήκης περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αντανακλά τη γενικώς κρατούσα άποψη ότι ο πρωταρχικός σκοπός, που είναι η σταθερότητα των τιμών, υπηρετείται καλύτερα από ένα πλήρως ανεξάρτητο ίδρυμα με επακριβώς καθορισμένη αποστολή. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι απόλυτα συμβατή με την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους, η οποία συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το καθεστώς ανεξαρτησίας τους. Αυτό προϋποθέτει διαφάνεια και διάλογο με τρίτους.
Σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο, η Συνθήκη δεν διευκρινίζει πότε οι ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τον πρωταρχικό σκοπό της σταθερότητας των τιμών, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 127(1) και 282(2) της Συνθήκης και στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά την εισαγωγή του ευρώ, δεν είναι σαφές κατά πόσον αυτή η υποχρέωση ισχύει από την ημερομηνία προσχώρησης ή από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ από τα εν λόγω κράτη-μέλη. Ενώ το άρθρο 127(1) της Συνθήκης δεν ισχύει για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση (βλ. άρθρο 139(2)(γ) της Συνθήκης), το άρθρο 2 του Καταστατικού ισχύει για αυτά (βλ. άρθρο 42.1 του Καταστατικού). Η ΕΚΤ φρονεί ότι η υποχρέωση των ΕθνΚΤ να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τους τη σταθερότητα των τιμών ισχύει από την 1η Ιουνίου 1998 για τη Σουηδία και από την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 για τα κράτη-μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία από τις κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ, δηλ. η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών (άρθρο 119 της Συνθήκης), ισχύει και για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση. Βασίζεται επίσης σε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη-μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτύχουν μακροοικονομική σύγκλιση, συμπεριλαμβανομένης της σταθερότητας των τιμών, προς την οποία άλλωστε κατατείνουν και οι τακτικές εκθέσεις της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στο σκεπτικό που υπαγορεύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με το οποίο η ανεξαρτησία δικαιολογείται μόνο όταν η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό.
Οι αξιολογήσεις κατά χώρα στην παρούσα έκθεση βασίζονται στα παραπάνω συμπεράσματα σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο της υποχρέωσης των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση να θέτουν τη σταθερότητα των τιμών ως τον πρωταρχικό τους σκοπό.
Θεσμική ανεξαρτησία
Η αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας διατυπώνεται ρητώς στο άρθρο 130 της Συνθήκης και στο άρθρο 7 του Καταστατικού. Αυτά τα δύο άρθρα απαγορεύουν στις ΕθνΚΤ και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεών τους να ζητούν ή να δέχονται υποδείξεις από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κυβερνήσεις κρατών-μελών ή οποιοδήποτε άλλο όργανο. Απαγορεύουν επίσης σε όργανα, οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της ΕΕ και σε κυβερνήσεις κρατών-μελών να επιδιώκουν να ασκούν επιρροή σε εκείνα τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μπορούν με τις αποφάσεις τους να επηρεάσουν την εκ μέρους των ΕθνΚΤ εκπλήρωση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Η εθνική νομοθεσία θεωρείται ότι αναπαράγει πιστά το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού, εφόσον αντανακλά και τις δύο απαγορεύσεις και δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής τους.[26] Η αναγνώριση της θεσμικής ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν συνεπάγεται ότι αυτές εξαιρούνται από όλους τους κανόνες δικαίου ή ότι θωρακίζονται έναντι κάθε είδους νομοθεσίας.[27]
Ανεξαρτήτως του αν μια ΕθνΚΤ έχει συσταθεί και λειτουργεί ως κρατικός οργανισμός, ως ιδιάζον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή απλώς ως ανώνυμος εταιρία, υπάρχει κίνδυνος ο ιδιοκτήτης της να ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα που αφορούν το ΕΣΚΤ, λόγω της ιδιοκτησιακής σχέσης.[28] Η επιρροή αυτή, είτε ασκείται μέσω των δικαιωμάτων των μετόχων είτε με άλλο τρόπο, είναι δυνατόν να θίγει την ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ και ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζεται διά νόμου.
Το νομικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών πρέπει να παρέχει μια σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση για τη λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας. Το νομικό πλαίσιο που επιτρέπει συχνές αλλαγές του θεσμικού πλαισίου μιας ΕθνΚΤ, επηρεάζοντας έτσι την οργανωτική της σταθερότητα ή τη σταθερότητα της διακυβέρνησής της, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη θεσμική ανεξαρτησία της εν λόγω ΕθνΚΤ.[29]
Η θεσμική ανεξαρτησία θα πρέπει επίσης να γίνεται σεβαστή σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Μόνο όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 347 της Συνθήκης μπορεί να δικαιολογηθεί η προσωρινή και κατ’ εξαίρεση άσκηση εξουσιών που εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΚΤ από τις εθνικές αρχές. Ο κρίσιμος χρόνος για την αξιολόγηση της συνδρομής των προϋποθέσεων είναι η ημερομηνία υιοθέτησης του μέτρου. Λόγω της εξαιρετικής φύσης του άρθρου 347 της Συνθήκης, τα κράτη-μέλη δεν θα πρέπει να υιοθετούν προληπτική νομοθεσία εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που το ίδιο το άρθρο προβλέπει.[30]
Απαγόρευση υποδείξεων
Το δικαίωμα τρίτων να προβαίνουν σε υποδείξεις στις ΕθνΚΤ, στα όργανα λήψεως αποφάσεών τους ή στα μέλη αυτών των οργάνων όσον αφορά καθήκοντα σχετικά με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Οποιαδήποτε συμμετοχή μιας ΕθνΚΤ στην εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να είναι συμβατή προς τη Συνθήκη, δηλ. οι λειτουργίες των ΕθνΚΤ πρέπει να εκτελούνται κατά τρόπο πλήρως συμβατό προς τη λειτουργική, τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία τους, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους με βάση τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[31] Στον βαθμό που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ρόλο της ΕθνΚΤ πέραν των συμβουλευτικών λειτουργιών και απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων καθηκόντων εκ μέρους της ΕθνΚΤ, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτά δεν επηρεάζουν από λειτουργικής και οικονομικής πλευράς την ικανότητα της ΕθνΚΤ να εκτελεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της.[32] Επιπλέον, όταν μετέχουν εκπρόσωποι της ΕθνΚΤ σε συλλογικά εποπτικά όργανα λήψεως αποφάσεων ή άλλες αρχές, πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.[33]
Απαγόρευση έγκρισης, αναστολής, ακύρωσης ή αναβολής αποφάσεων
Το δικαίωμα οποιουδήποτε τρίτου να εγκρίνει, να αναστέλλει, να ακυρώνει ή να αναβάλλει αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[34]
Απαγόρευση ελέγχου για νομικούς λόγους
Το δικαίωμα οποιουδήποτε οργάνου, πέραν των ανεξάρτητων δικαστηρίων, να ασκεί έλεγχο για νομικούς λόγους σε αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό, καθώς η εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν υπόκειται σε επαναξιολόγηση σε πολιτικό επίπεδο. Το δικαίωμα του διοικητή μιας ΕθνΚΤ να αναστέλλει για νομικούς λόγους την εφαρμογή αποφάσεων του ΕΣΚΤ ή οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ και εν συνεχεία να τις παραπέμπει σε πολιτικά όργανα για να λάβουν οριστική απόφαση ισοδυναμεί με το να ζητά υποδείξεις από τρίτους.
Απαγόρευση συμμετοχής σε όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου
Δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό η συμμετοχή εκπροσώπων τρίτων στα όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου σε θέματα εκτέλεσης καθηκόντων της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ακόμη και αν η ψήφος αυτή δεν είναι αποφασιστική. Η συμμετοχή τους, ακόμη και χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό όταν παρακωλύει την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ από το εν λόγω όργανο λήψεως αποφάσεων ή όταν θέτει σε κίνδυνο τη συμμόρφωση προς το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[35]
Απαγόρευση εκ των προτέρων διαβούλευσης σχετικά με απόφαση μιας ΕθνΚΤ
Ρητή καταστατική διάταξη που υποχρεώνει την ΕθνΚΤ να συμβουλεύεται εκ των προτέρων τρίτους σχετικά με τις αποφάσεις της παρέχει σ’ αυτούς τους τρίτους έναν επίσημο μηχανισμό ώστε να επηρεάζουν την τελική απόφαση, και συνεπώς είναι ασύμβατη προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Πάντως, ο διάλογος μεταξύ μιας ΕθνΚΤ και τρίτων, ακόμη και όταν βασίζεται σε καταστατικές υποχρεώσεις περί παροχής πληροφοριών και ανταλλαγής απόψεων, είναι συμβατός προς την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι:
- δεν καταλήγει σε παρακώλυση της ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ,
- γίνεται πλήρως σεβαστό το ειδικό καθεστώς που διέπει τους Διοικητές των ΕθνΚΤ ως μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, και
- τηρούνται οι επιταγές περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τις διατάξεις του Καταστατικού.[36]
Απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη
Καταστατικές διατάξεις που αφορούν την εκ μέρους τρίτων (π.χ. κυβερνήσεων) απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη (π.χ. σε σχέση με τον οικονομικό απολογισμό) πρέπει να περιέχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες ώστε η εξουσία αυτή να μην επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα του εκάστοτε μέλους της ΕθνΚΤ να αποφασίζει ανεξάρτητα επί θεμάτων σχετικών με το ΕΣΚΤ (ή να εφαρμόζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΣΚΤ). Συνιστάται η εισαγωγή σχετικής ρητής διάταξης στα καταστατικά των ΕθνΚΤ.
Προσωπική ανεξαρτησία
Η διάταξη του Καταστατικού που διασφαλίζει τη θητεία των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ αποτελεί πρόσθετο εχέγγυο της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Οι Διοικητές των ΕθνΚΤ είναι μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και γίνονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου από τη στιγμή που τα αντίστοιχα κράτη-μέλη υιοθετούν το ευρώ. Οι Διοικητές των ΕθνΚΤ δεν μπορούν να θεωρηθούν εκπρόσωποι του κράτους-μέλους όταν ασκούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.[37] Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του Διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Το άρθρο επίσης παρέχει προστασία κατά της αυθαίρετης παύσης των Διοικητών, ορίζοντας ότι η απαλλαγή από τα καθήκοντά τους είναι δυνατή μόνο εάν δεν πληρούν πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εάν διαπράξουν βαρύ παράπτωμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άρθρο 14.2 του Καταστατικού προβλέπει δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο διαθέτει την εξουσία να ακυρώνει την εθνική απόφαση παύσης του Διοικητή.[38] Η αναστολή ενός Διοικητή από τα καθήκοντά του είναι δυνατόν στην πράξη να ισοδυναμεί με παύση για τους σκοπούς του άρθρου 14.2 του Καταστατικού.[39] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τη διάταξη αυτή κατά τα ακολούθως οριζόμενα.
Το άρθρο 130 της Συνθήκης απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις και άλλους οργανισμούς να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη δεν επιτρέπεται να επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τροποποιώντας εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επηρεάζουν τις αμοιβές τους. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει, κατ' αρχήν, να ισχύουν μόνο για μελλοντικούς διορισμούς.[40]
Ελάχιστη θητεία Διοικητών
Σύμφωνα με το άρθρο 14.2 του Καταστατικού, τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ότι η θητεία του Διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Αυτό δεν αποκλείει θητεία μεγαλύτερης διάρκειας, ενώ στην περίπτωση θητείας αόριστης διάρκειας, δεν απαιτείται προσαρμογή των καταστατικών εφόσον οι λόγοι παύσης του Διοικητή είναι σύμφωνοι με τους αναφερόμενους στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Συντομότερες θητείες δεν δικαιολογούνται, ακόμη και αν εφαρμόζονται μόνο στη διάρκεια μεταβατικής περιόδου.[41] Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ηλικία υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτή δεν διακόπτει την ελάχιστη διάρκεια της θητείας του Διοικητή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, η οποία υπερισχύει του ορίου ηλικίας που ενδεχομένως προβλέπεται για τον Διοικητή.[42] Όταν τροποποιείται το καταστατικό μιας ΕθνΚΤ, ο τροποποιητικός νόμος πρέπει να διασφαλίζει τη θητεία του Διοικητή και άλλων μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ[43].
Λόγοι παύσης των διοικητών
Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο διοικητής δεν μπορεί να παυθεί για λόγους πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Σκοπός αυτής της επιταγής βάσει του άρθρου 14.2 του Καταστατικού είναι να αποτρέπει την αυθαίρετη παύση των Διοικητών από τις αρχές που συμμετέχουν στον διορισμό των Διοικητών, ιδίως την κυβέρνηση και το κοινοβούλιο. Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει είτε να παραπέμπουν στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, να ενσωματώνουν τις διατάξεις του και να μνημονεύουν την προέλευσή τους, να απαλείφουν κάθε ασυμβατότητα προς τους λόγους παύσης που προβλέπονται στο άρθρο 14.2, είτε να παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους παύσης (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 έχει ευθεία εφαρμογή).[44] Μετά την εκλογή ή τον διορισμό του, ο Διοικητής δεν μπορεί να παυθεί παρά μόνο υπό τοις προϋποθέσεις του άρθρου 14.2 του Καταστατικού, έστω και αν δεν έχει αναλάβει ακόμη τα καθήκοντά του. Καθώς οι προϋποθέσεις παύσης ενός διοικητή αποτελούν αυτόνομες έννοιες του ενωσιακού δικαίου, η εφαρμογή και η ερμηνεία τους δεν εξαρτώνται από τα εθνικά πλαίσια.[45] Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις εξουσίες που του έχουν ανατεθεί από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 14.2 του Καταστατικού, είναι αυτό που έχει την τελική αρμοδιότητα να επαληθεύσει ότι η απόφαση παύσης ενός διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας βασίζεται σε επαρκή στοιχειοθέτηση ότι αυτός έχει διαπράξει βαρύ παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.[46]
Διασφάλιση της θητείας και λόγοι παύσης άλλων (πλην των διοικητών) μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ
Η εφαρμογή των ίδιων κανόνων για τη διασφάλιση της θητείας και τους λόγους παύσης των διοικητών στα άλλα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που συμμετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ εγγυάται την προσωπική ανεξαρτησία και αυτών των προσώπων.[47] Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού δεν περιορίζει τη διασφάλιση της θητείας μόνο στους διοικητές, ενώ το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού αναφέρονται σε “μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων” των ΕθνΚΤ και όχι ειδικά στους Διοικητές. Αυτό ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο Διοικητής είναι “πρώτος μεταξύ ίσων” σε σχέση με άλλα μέλη που έχουν ισότιμη ψήφο ή όταν αυτά τα άλλα μέλη μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.
Δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη
Τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητων δικαστηρίων κατά οποιασδήποτε απόφασης περί παύσεως αυτών, ούτως ώστε να περιορίζονται τα περιθώρια χρήσης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των πολιτικών οργάνων κατά την αξιολόγηση των λόγων παύσης.
Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι διοικητής ΕθνΚΤ ο οποίος έχει παυθεί μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει είτε να παραπέμπει στο Καταστατικό είτε να παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στο δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 του Καταστατικού έχει ευθεία εφαρμογή). Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτει εξουσία ακύρωσης του εθνικού μέτρου της παύσης εάν κρίνει ότι αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο.[48]
Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει επίσης να προβλέπει ότι δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά απόφασης για την παύση αυτού έχει και οποιοδήποτε άλλο μέλος των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ το οποίο μετέχει στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Αυτό το δικαίωμα είναι δυνατόν να ανάγεται σε γενικούς κανόνες δικαίου ή να θεσπίζεται με ειδική διάταξη. Μολονότι είναι δυνατή η επίκληση των γενικών κανόνων δικαίου, για λόγους ασφάλειας δικαίου θα ήταν σκόπιμο αυτό το δικαίωμα να προβλέπεται και ειδικώς.
Ασφαλιστικές δικλίδες έναντι συγκρούσεων συμφερόντων
Για να υπάρχει προσωπική ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων μελών οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που εμπλέκονται στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ έναντι της οικείας ΕθνΚΤ (και επίσης των διοικητών έναντι της ΕΚΤ) και άλλων λειτουργιών τις οποίες τυχόν ασκούν τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων και οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπική τους ανεξαρτησία.[49] Η ιδιότητα του μέλους οργάνου λήψεως αποφάσεων εμπλεκόμενου στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι κατ' αρχήν ασυμβίβαστη προς την άσκηση άλλων λειτουργιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικότερα, τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων δεν επιτρέπεται να κατέχουν θέσεις ή να έχουν συμφέροντα που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις δραστηριότητές τους, δηλ. είτε να κατέχουν θέσεις στην εκτελεστική ή νομοθετική λειτουργία του κράτους ή σε περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές αρχές είτε να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων στην περίπτωση μη εκτελεστικών μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων.
Οικονομική ανεξαρτησία
Η εν γένει ανεξαρτησία μιας ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να τεθεί σε κίνδυνο εάν αυτή δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους που να της εξασφαλίζουν αυτονομία για την εκπλήρωση της αποστολής της, δηλ. την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων που της ανατίθενται σύμφωνα με τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[50]
Τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να περιάγουν τις ΕθνΚΤ σε κατάσταση ανεπάρκειας οικονομικών πόρων και ιδίων κεφαλαίων ώστε αυτές να αδυνατούν[51] να ασκήσουν τα καθήκοντά τους που αφορούν κατά περίπτωση είτε το ΕΣΚΤ είτε το Ευρωσύστημα. Σημειωτέον ότι το άρθρο 28.1 και το άρθρο 30.4 του Καταστατικού προβλέπουν ότι η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ζητά από τις ΕθνΚΤ να καταβάλλουν πρόσθετες εισφορές στο κεφάλαιό της και να προβαίνουν σε περαιτέρω μεταβιβάσεις συναλλαγματικών διαθεσίμων.[52] Επιπλέον, το άρθρο 33.2 του Καταστατικού προβλέπει[53] ότι σε, περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ και κατά την έκταση που το γενικό αποθεματικό της δεν επαρκεί για την πλήρη κάλυψή της, η ζημία είναι δυνατόν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να συμψηφίζεται προς το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους κατ’ αναλογία και μέχρι του ποσού που κατανέμεται σε κάθε ΕθνΚΤ. Η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις δεν θα πρέπει να θίγει την ικανότητα των ΕθνΚΤ να ασκούν απρόσκοπτα τις λειτουργίες τους.
Επιπλέον, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι οι ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους για να ασκούν όχι μόνο τα καθήκοντά τους που αφορούν το ΕΣΚΤ, αλλά και τα εθνικά τους καθήκοντα (π.χ. εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάλυψη διοικητικών δαπανών και κόστους εργασιών, παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα[54]).
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται επίσης ότι μια ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτει πάντοτε επαρκή κεφαλαιακή βάση. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποφεύγονται περιπτώσεις όπου για παρατεταμένη χρονική περίοδο η καθαρή θέση της ΕθνΚΤ υπολείπεται του καταστατικού της κεφαλαίου ή/και είναι αρνητική, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ζημίες που υπερβαίνουν το ύψος του ιδρυτικού κεφαλαίου και των αποθεματικών μεταφέρονται στην επόμενη χρήση.[55],[56] Σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ικανότητα μιας ΕθνΚΤ να εκτελεί τα καθήκοντά της σε επίπεδο ΕΣΚΤ αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια μιας ΕθνΚΤ μειωθούν σε επίπεδο κάτω του καταστατικού της κεφαλαίου ή σε αρνητικό επίπεδο, το αντίστοιχο κράτος-μέλος θα πρέπει να παράσχει στην ΕθνΚΤ ένα κατάλληλο ποσό τουλάχιστον ίσο με το ιδρυτικό της κεφάλαιο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας. Όσον αφορά την ΕΚΤ, η σημασία του εν λόγω ζητήματος αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο με την έκδοση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2000 του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2000 σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.[57] Ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίζει αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ, προκειμένου η κεφαλαιακή της βάση να παραμένει επαρκής για την υποστήριξη των λειτουργιών της,[58] οι δε ΕθνΚΤ θα πρέπει να έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν σε τέτοια απόφαση της ΕΚΤ.
Η έννοια της οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα το αν τρίτοι μπορούν να ασκούν είτε άμεση είτε έμμεση επιρροή όχι μόνο στα καθήκοντα της ΕθνΚΤ, αλλά και στην ικανότητά της – τόσο τη λειτουργική, από την άποψη του ανθρώπινου δυναμικού, όσο και την οικονομική, από την άποψη των κατάλληλων οικονομικών πόρων – να εκπληρώνει την αποστολή της. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ακόλουθες τέσσερις πτυχές της οικονομικής ανεξαρτησίας.[59] Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της οικονομικής ανεξαρτησίας ως προς τα οποία οι ΕθνΚΤ είναι περισσότερο ευάλωτες σε έξωθεν επιρροές.
Καθορισμός του προϋπολογισμού
Εάν τρίτος έχει εξουσία να καθορίζει ή να επηρεάζει τον προϋπολογισμό μιας ΕθνΚΤ, αυτό είναι ασύμβατο προς την οικονομική ανεξαρτησία, εκτός εάν η νομοθεσία περιέχει ρήτρα διασφάλισης σύμφωνα με την οποία η εξουσία αυτή δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[60]
Λογιστικοί κανόνες
Οι λογαριασμοί θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με γενικούς λογιστικούς κανόνες ή σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ. Σε περίπτωση που αυτοί οι κανόνες ορίζονται από τρίτους, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να λαμβάνονται υπόψη τα προταθέντα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.
Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις πρέπει να εγκρίνονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, με τη συνδρομή ανεξάρτητων ελεγκτών, και είναι δυνατόν να υπόκεινται σε εκ των υστέρων έγκριση από τρίτους (π.χ. την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο). Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν επί του υπολογισμού των κερδών ανεξάρτητα και σύμφωνα με επαγγελματικά πρότυπα.
Όταν οι εργασίες μιας ΕθνΚΤ υπόκεινται στον έλεγχο κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλου παρόμοιου οργάνου επιφορτισμένου με τον έλεγχο της χρήσης των δημόσιων πόρων, η έκταση του ελέγχου πρέπει να καθορίζεται σαφώς από το νομικό πλαίσιο[61] και να μη θίγει τις δραστηριότητες του ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή της ΕθνΚΤ[62] και επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας, πρέπει να συνάδει προς την απαγόρευση της παροχής υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ και τα όργανα λήψεως αποφάσεων αυτών και να μη συγκρούεται με τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ.[63] Ο έλεγχος εκ μέρους της κρατικής αρχής δεν πρέπει να βασίζεται σε πολιτικά κριτήρια, πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να ακολουθεί αμιγώς επαγγελματικά πρότυπα.[64]
Διανομή κερδών, κεφάλαιο των ΕθνΚΤ και σχηματισμός προβλέψεων
Όσον αφορά τη διανομή των κερδών, το καταστατικό της ΕθνΚΤ μπορεί να ορίζει με ποιον τρόπο διανέμονται τα κέρδη της. Εάν δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις, η απόφαση για τη διάθεση των κερδών πρέπει να λαμβάνεται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ με επαγγελματικά κριτήρια και δεν πρέπει να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια τρίτων, εκτός εάν με ρητή διάταξη κατοχυρώνεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ, αλλά και των εθνικών της καθηκόντων.[65]
Μεταφορά κερδών στον κρατικό προϋπολογισμό επιτρέπεται μόνο εφόσον έχουν καλυφθεί τυχόν συσσωρευθείσες ζημίες προηγούμενων ετών[66] και έχουν σχηματιστεί οι προβλέψεις που κρίνονται αναγκαίες για τη διασφάλιση της πραγματικής αξίας του κεφαλαίου της ΕθνΚΤ και του ενεργητικού της. Δεν επιτρέπονται προσωρινά ή ad hoc νομοθετικά μέτρα που ισοδυναμούν με παροχή υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ σε σχέση με την κατανομή των κερδών τους.[67] Ομοίως, η επιβολή φόρου στα μη πραγματοποιηθέντα κεφαλαιακά κέρδη μιας ΕθνΚΤ θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της οικονομικής ανεξαρτησίας.[68]
Δεν επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να επιβάλλουν μειώσεις του κεφαλαίου των ΕθνΚΤ χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ΕθνΚΤ διατηρεί επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της ως μέλους του ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127(2) της Συνθήκης και το Καταστατικό. Για τον ίδιο λόγο, οποιαδήποτε τροποποίηση των κανόνων διανομής των κερδών μιας ΕθνΚΤ μπορεί να προταθεί και να αποφασιστεί μόνο σε συνεργασία με την αντίστοιχη ΕθνΚΤ, η οποία είναι η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει το απαιτούμενο ύψος αποθεματικού κεφαλαίου της.[69] Όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων ή αποθεμάτων ασφαλείας, οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι ελεύθερες να σχηματίζουν ανεξάρτητα προβλέψεις για να διασφαλίζουν την πραγματική αξία του κεφαλαίου και του ενεργητικού τους. Επίσης, τα κράτη-μέλη δεν δύνανται να εμποδίσουν τον σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου από τις ΕθνΚΤ στο επίπεδο που είναι αναγκαίο για να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του ΕΣΚΤ.[70]
Οικονομική ευθύνη για τις εποπτικές αρχές
Στα περισσότερα κράτη-μέλη οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα υπάγονται οργανωτικά στην οικεία ΕθνΚΤ. Όταν οι αρχές αυτές υπόκεινται στις ανεξάρτητες αποφάσεις της ΕθνΚΤ, δεν υφίσταται πρόβλημα. Όταν όμως η νομοθεσία προβλέπει ότι οι εν λόγω εποπτικές αρχές αποφασίζουν αυτοτελώς, είναι σημαντικό οι αποφάσεις τους να μην θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά της ΕθνΚΤ ως συνόλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εθνική νομοθεσία πρέπει να επιτρέπει στην ΕθνΚΤ τον τελικό έλεγχο κάθε απόφασης των εποπτικών αρχών που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία της, ιδίως την οικονομική.[71]
Αυτονομία σε θέματα προσωπικού
Τα κράτη-μέλη δεν επιτρέπεται να περιορίζουν τη δυνατότητα της ΕθνΚΤ να προσλαμβάνει και να απασχολεί το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να εκπληρώνει ανεξάρτητα τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[72] Επίσης, δεν είναι επιτρεπτό η ΕθνΚΤ να περιέρχεται σε κατάσταση τέτοια ώστε να έχει περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο επί του προσωπικού της ή η κυβέρνηση κράτους-μέλους να είναι σε θέση να επηρεάζει την πολιτική της ΕθνΚΤ σε θέματα προσωπικού.[73] Τυχόν τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τις αποδοχές των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των υπαλλήλων μιας ΕθνΚΤ πρέπει να αποφασίζεται σε στενή και ουσιαστική συνεργασία με την ΕθνΚΤ και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις της ΕθνΚΤ,[74] ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί ανεξάρτητα τα καθήκοντά της.[75] Η αυτονομία σε θέματα προσωπικού εκτείνεται και σε θέματα συντάξεων του προσωπικού. Επιπλέον, τροποποιήσεις που οδηγούν σε μειώσεις των αποδοχών του προσωπικού μιας ΕθνΚΤ δεν θα πρέπει να θίγουν την εξουσία της ΕθνΚΤ να διαχειρίζεται τους οικονομικούς της πόρους, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που προκύπτουν από τυχόν μειώσεις των μισθών που καταβάλλει.[76]
Δικαιώματα κυριότητας και λοιπά περιουσιακά δικαιώματα
Το δικαίωμα τρίτων να παρεμβαίνουν ή να παρέχουν υποδείξεις στην ΕθνΚΤ σε σχέση με την περιουσία της ΕθνΚΤ είναι ασύμβατο προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας.
2.2.4 Εμπιστευτικότητα
Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται στο προσωπικό και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ βάσει του άρθρου 37 του Καταστατικού μπορεί να οδηγεί στην πρόβλεψη ανάλογων διατάξεων στα καταστατικά των ΕθνΚΤ ή στη νομοθεσία των κρατών-μελών. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ και των κανόνων που θεσπίζονται βάσει αυτού συνεπάγεται επίσης ότι η εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση τρίτων σε έγγραφα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις συναφείς διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 37 του Καταστατικού, και δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε παραβιάσεις του καθεστώτος εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[77] Η πρόσβαση κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή παρόμοιου οργάνου σε εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα της ΕθνΚΤ πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την εκτέλεση των εκ νόμου καθηκόντων του οργάνου που λαμβάνει τις πληροφορίες και να μη θίγει την ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ και το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ στο οποίο υπόκεινται τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και το προσωπικό της ΕθνΚΤ.[78] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω όργανα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και εγγράφων που τους κοινοποιούνται εφαρμόζοντας το ίδιο επίπεδο ασφαλείας όπως και οι ΕθνΚΤ.
2.2.5 Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης και προνομιακής πρόσβασης
Όσον αφορά την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και της προνομιακής πρόσβασης, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να προσαρμοστεί ούτως ώστε να είναι συμβατή προς τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού με ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, από 1ης Ιανουαρίου 2007 και από 1ης Ιουλίου 2013 αντιστοίχως. Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995.
Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης
Το άρθρο 123(1) της Συνθήκης απαγορεύει στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ των κρατών-μελών να παρέχουν διευκολύνσεις υπεραναλήψεων ή άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κεντρικές κυβερνήσεις, περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών-μελών.
Απαγορεύει επίσης στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τις παραπάνω οντότητες του δημόσιου τομέα. Η Συνθήκη προβλέπει μια και μόνη εξαίρεση από αυτή την απαγόρευση: η απαγόρευση δεν ισχύει προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα του δημόσιου τομέα τα οποία, στο πλαίσιο της παροχής ρευστών διαθεσίμων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, πρέπει να εξομοιώνονται προς τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 123(2) της Συνθήκης). Επίσης, η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι για λογαριασμό των ως άνω φορέων του δημόσιου τομέα (άρθρο 21.2 του Καταστατικού). Το ακριβές πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης αποσαφηνίζεται περαιτέρω στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1993 για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104β(1) της Συνθήκης,[79] ο οποίος καθιστά σαφές ότι η απαγόρευση περιλαμβάνει κάθε είδους χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων.
Η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης είναι θεμελιώδους σημασίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν παρακωλύεται ο πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής (δηλ. η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών). Επιπλέον, η χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα μέσω της κεντρικής τράπεζας ελαττώνει την πίεση για δημοσιονομική πειθαρχία. Ως εκ τούτου, η απαγόρευση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να διασφαλίζεται η αυστηρή εφαρμογή της, με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων και μόνο εξαιρέσεων που προβλέπονται περιοριστικώς στο άρθρο 123(2) της Συνθήκης και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Έτσι, παρόλο που το άρθρο 123(1) της Συνθήκης αναφέρεται συγκεκριμένα σε “πιστωτικές διευκολύνσεις”, δηλ. με υποχρέωση αποπληρωμής του κεφαλαίου, η απαγόρευση ισχύει κατά μείζονα λόγο και για άλλες μορφές χρηματοδότησης, δηλ. χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής.
Η γενική θέση της ΕΚΤ όσον αφορά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς την απαγόρευση διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων των κρατών-μελών με την ΕΚΤ επί προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων βάσει των άρθρων 127(4) και 282(5) της Συνθήκης.[80]
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης
Στις περιπτώσεις που οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις αναπαράγουν το άρθρο 123 της Συνθήκης ή τον Κανονισμό (ΕΚ) υπ’ αριθ. 3603/93, δεν επιτρέπεται να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης ούτε να διευρύνουν το φάσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ. Παραδείγματος χάριν, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει χρηματοδότηση από την ΕθνΚΤ οικονομικών υποχρεώσεων του οικείου κράτους-μέλους έναντι διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή τρίτων χωρών δεν είναι κατ’ αρχήν συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Κατ’ εξαίρεση, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 επιτρέπει τη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από τις ΕθνΚΤ για την εκπλήρωση υποχρεώσεων έναντι του ΔΝΤ, υπό την προϋπόθεση ότι δημιουργεί απαιτήσεις έναντι του εξωτερικού που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των συναλλαγματικών διαθεσίμων.[81] Τα χαρακτηριστικά που πρέπει να συγκεντρώνουν οι απαιτήσεις ώστε να εξομοιώνονται με συναλλαγματικά διαθέσιμα αφορούν την άμεση διαθεσιμότητά τους για την κάλυψη αναγκών χρηματοδότησης του ισοζυγίου πληρωμών και για άλλους συναφείς σκοπούς, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι απαιτήσεις πρέπει να έχουν υψηλή πιστωτική ποιότητα και υψηλό βαθμό ρευστότητας.[82]
Χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα ή υποχρεώσεών του έναντι τρίτων
Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ να χρηματοδοτεί φορείς του δημόσιου τομέα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ούτε υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Αυτό ισχύει εξίσου για την ανάθεση νέων καθηκόντων στις ΕθνΚΤ. Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να αξιολογείται κατά περίπτωση κατά πόσον το καθήκον που πρόκειται να ανατεθεί σε μια ΕθνΚΤ θεωρείται καθήκον κεντρικής τράπεζας ή κυβερνητικό καθήκον, δηλαδή καθήκον που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του κράτους.[83] Με άλλα λόγια, πρέπει να υπάρχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες που θα αποτρέπουν την καταστρατήγηση του σκοπού της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει θεσπίσει κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται τι αποτελεί υποχρέωση του δημόσιου τομέα κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 ή, με άλλα λόγια, καθήκον της κυβέρνησης.[84] Προκειμένου να τηρείται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, μια ΕθνΚΤ θα πρέπει να αμείβεται πλήρως και επαρκώς για κάθε νέο καθήκον που της ανατίθεται όταν: (α) δεν πρόκειται για καθήκον της κεντρικής τράπεζας ή εργασία που διευκολύνει την εκτέλεση καθηκόντων κεντρικής τράπεζας ή (β) συνδέεται με καθήκον της κυβέρνησης και εκτελείται προς όφελος της κυβέρνησης.[85] Σημαντικά κριτήρια για να θεωρηθεί ότι ένα νέο καθήκον αποτελεί καθήκον της κυβέρνησης είναι: (α) η μη τυπική (atypical) του φύση, (β) το γεγονός ότι εκτελείται για λογαριασμό της κυβέρνησης και αποκλειστικώς προς το συμφέρον της κυβέρνησης και (γ) οι επιπτώσεις του στη θεσμική, οικονομική και προσωπική ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ. Ειδικότερα, ένα καθήκον μπορεί να θεωρηθεί καθήκον της κυβέρνησης εάν η εκτέλεσή του πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) δημιουργεί συγκρούσεις συμφερόντων με τα υπάρχοντα καθήκοντα κεντρικής τράπεζας, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, (β) είναι δυσανάλογη προς τις οικονομικές και οργανωτικές δυνατότητες της ΕθνΚΤ, (γ) δεν συνάδει με το θεσμικό πλαίσιο της ΕθνΚΤ, (δ) εγκυμονεί σημαντικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους και (ε) εκθέτει τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ σε πολιτικούς κινδύνους που είναι δυσανάλογοι και ενδέχεται επίσης να έχουν αρνητική επίπτωση στην προσωπική ανεξαρτησία τους.[86]
Ορισμένα από τα νέα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί σε ΕθνΚΤ και τα οποία η ΕΚΤ έκρινε ότι αποτελούν κυβερνητικά καθήκοντα είναι: (α) καθήκοντα που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση ταμείων εξυγίανσης ή μηχανισμών χρηματοδότησης καθώς συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών,[87] (β) καθήκοντα που σχετίζονται με τη δημιουργία κεντρικού μητρώου αριθμών τραπεζικών λογαριασμών,[88] (γ) καθήκοντα τραπεζικού μεσολαβητή,[89] (δ) καθήκοντα που σχετίζονται με τη συλλογή, διατήρηση και επεξεργασία δεδομένων στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός της υποχρεωτικής μεταβίβασης ασφαλίστρων,[90] (ε) καθήκοντα που σχετίζονται με την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά στεγαστικών δανείων,[91] (στ) καθήκοντα που σχετίζονται με την παροχή πόρων σε όργανα τα οποία είναι ανεξάρτητα από τις ΕθνΚΤ και λειτουργούν ως προέκταση της κυβέρνησης,[92] (ζ) καθήκοντα αρχής πληροφόρησης προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,[93] (η) καθήκοντα που σχετίζονται με τη δημιουργία βάσης δεδομένων ασφαλιστικών απαιτήσεων,[94] (θ) καθήκοντα που σχετίζονται με τη διενέργεια επιστημονικών αναλύσεων για λογαριασμό και προς όφελος κυβερνητικών φορέων,[95] και (ι) καθήκοντα που σχετίζονται με την αμυντική ετοιμότητα της χώρας πέρα από τα καθήκοντα σχεδιασμού μέτρων έκτακτης ανάγκης εντός του οργανισμού μιας κεντρικής τράπεζας.[96] Αντιθέτως, καθήκοντα κεντρικής τράπεζας θεωρούνται μεταξύ άλλων εποπτικά καθήκοντα[97] ή καθήκοντα συναφή με αυτά, όπως αυτά που αφορούν την προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών,[98] ή τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις αναδιάρθρωσης δανείων,[99] την εποπτεία εταιριών απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων[100] ή εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης,[101] την εποπτεία εταιριών παροχής και διαμεσολάβησής καταναλωτικής πίστης[102] την αδειοδότηση και εποπτεία παρόχων μικροπιστώσεων,[103] την εποπτεία εταιριών παροχής πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας (credit reference agencies),[104] την εποπτεία των διαχειριστών δεικτών αναφοράς επιτοκίων,[105] εποπτικά καθήκοντα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και προϊόντων,[106] καθήκοντα που σχετίζονται με την επίβλεψη των συστημάτων πληρωμών,[107] με την εποπτεία κανόνων που αφορούν τον Ενιαίο Χώρο Πληρωμών σε Ευρώ,[108] με την εποπτεία της έκδοσης καλυμμένων ομολογιών από πιστωτικά ιδρύματα,[109] καθήκοντα σχετικά με την εφαρμογή και την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας αναφορικά με τους λογαριασμούς πληρωμών,[110] διοικητικά καθήκοντα που σχετίζονται με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων ή ορισμένα καθήκοντα που αφορούν τη διαχείριση σχημάτων εγγύησης των καταθέσεων και προστασίας των επενδυτών[111], ή καθήκοντα που σχετίζονται με τη λειτουργία και τη διαχείριση μητρώων πιστώσεων.[112]
Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να παρέχουν μεταβατική χρηματοδότηση προκειμένου να διευκολύνουν ένα κράτος-μέλος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την παροχή κρατικών εγγυήσεων για υποχρεώσεις τραπεζών.[113] Επίσης, η διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας που δεν έχουν πλήρως πραγματοποιηθεί, λογιστικοποιηθεί και ελεγχθεί δεν συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Προκειμένου να τηρείται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, το ποσό που μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό με βάση τους ισχύοντες κανόνες περί διανομής κερδών δεν επιτρέπεται να προέρχεται, έστω και εν μέρει, από το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Συνεπώς, οι κανόνες περί διανομής κερδών δεν πρέπει να θίγουν το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Επιπλέον, όταν περιουσιακά στοιχεία της ΕθνΚΤ μεταβιβάζονται στο Δημόσιο, πρέπει να υπάρχει τίμημα που να αντιστοιχεί στην αγοραία αξία αυτών και η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος.[114]
Ομοίως, δεν επιτρέπονται οι παρεμβάσεις στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, όπως η διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων, με την επιβολή φορολογίας επί θεωρητικών και μη πραγματοποιηθέντων κεφαλαιακών κερδών, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια μορφή χορήγησης πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα μέσω της εκ των προτέρων κατανομής μελλοντικών και αβέβαιων κερδών.[115]
Ανάληψη υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα
Εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από μια ΕθνΚΤ την ανάληψη των υποχρεώσεων ενός άλλοτε αυτοτελούς δημόσιου φορέα, λόγω της αναδιοργάνωσης ορισμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε εθνικό επίπεδο (π.χ. στο πλαίσιο της μεταβίβασης στην ΕθνΚΤ ορισμένων εποπτικών καθηκόντων που άλλοτε υπάγονταν στην αρμοδιότητα του κράτους ή αυτοτελών δημόσιων αρχών ή φορέων), χωρίς παράλληλα να προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ ουδόλως ευθύνεται για οποιαδήποτε οικονομική οφειλή που απορρέει από τις προηγούμενες δραστηριότητες των εν λόγω φορέων, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[116] Παρομοίως, εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από την ΕθνΚΤ να λάβει έγκριση από την κυβέρνηση πριν αναλάβει ενέργειες εξυγίανσης σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, αλλά δεν προβλέπει ότι η ευθύνη της ΕθνΚΤ περιορίζεται στις δικές της διοικητικές πράξεις, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[117] Ομοίως, εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από μια ΕθνΚΤ να καταβάλει αποζημίωση, στον βαθμό που έχει ως αποτέλεσμα την ανάληψη της ευθύνης του κράτους από την ΕθνΚΤ, δεν θα ήταν σύμφωνη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[118]
Οικονομική στήριξη προς πιστωτικά ιδρύματα ή/και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
Εθνική νομοθετική διάταξη που προβλέπει τη χρηματοδότηση πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕθνΚΤ, η οποία παρέχεται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ, πέραν της χρηματοδότησης που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της ως κεντρικής τράπεζας (π.χ. στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής, των συστημάτων πληρωμών ή παρεμβάσεων προσωρινού χαρακτήρα για την ενίσχυση της ρευστότητας), και ειδικότερα τη στήριξη αφερέγγυων πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.
Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση στήριξης αφερέγγυων πιστωτικών ιδρυμάτων. Το σκεπτικό είναι ότι η χρηματοδότηση ενός αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος από μια ΕθνΚΤ θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από την ΕθνΚΤ ενός καθήκοντος που ανήκει στην κυβέρνηση.[119] Οι ίδιες ανησυχίες ισχύουν αναφορικά με τη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί προκειμένου να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητά του, με άμεση τοποθέτηση κρατικών χρεογράφων ελλείψει εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης από την αγορά (εφεξής “ομόλογα ανακεφαλαιοποίησης”), τα δε εν λόγω χρεόγραφα πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλεια. Σε μια τέτοια περίπτωση κεφαλαιακής ενίσχυσης ενός πιστωτικού ιδρύματος από το κράτος διά της άμεσης τοποθέτησης χρεογράφων για σκοπούς ανακεφαλαιοποίησης, η μεταγενέστερη χρήση των εν λόγω χρεογράφων ως ασφάλειας για πράξεις παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα εγείρει ζητήματα νομισματικής χρηματοδότησης.[120] Η παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητας (ELA) από μία ΕθνΚΤ, η οποία χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα έναντι εξασφάλισης με τη μορφή κρατικής εγγύησης, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) να διασφαλίζεται ότι η χρηματοδότηση που παρέχεται από την ΕθνΚΤ είναι όσο το δυνατόν πιο βραχυπρόθεσμη, (β) η έκτακτη χρηματοδότηση να υπαγορεύεται από λόγους διαφύλαξης της συστημικής σταθερότητας, (γ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη νομική ισχύ και το εκτελεστό της κρατικής εγγύησης βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και (δ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την οικονομική επάρκεια της κρατικής εγγύησης, η οποία θα πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους των δανείων.[121]
Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία παραπομπών στο άρθρο 123 της Συνθήκης.
Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή μηχανισμούς χρηματοδότησης και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών
Η χρηματοδότηση από μια ΕθνΚΤ ενός ταμείου εξυγίανσης ή εγγύησης καταθέσεων που αποτελεί “οργανισμό δημοσίου δικαίου” υπό την έννοια του άρθρου 123(1) της Συνθήκης δεν είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Ένας φορέας είναι “δημοσίου δικαίου” όταν διαθέτει όλα τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: (α) ιδρύθηκε ειδικώς με σκοπό να εκπληρώσει ανάγκες γενικού συμφέροντος και δεν επιδιώκει βιομηχανικούς ή εμπορικούς σκοπούς, (β) διαθέτει νομική προσωπικότητα και (γ) εξαρτάται στενά από τις οντότητες του δημόσιου τομέα που αναφέρονται στο άρθρο 123(1) της Συνθήκης. Τεκμαίρεται στενή εξάρτηση από τις εν λόγω οντότητες του δημόσιου τομέα όταν ένας φορέας χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από αυτές ή υπόκειται στη διοικητική επίβλεψη αυτών ή περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού συμβουλίου του διορίζονται από αυτές.[122]
Αν και τα διοικητικά καθήκοντα που σχετίζονται με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων θεωρούνται γενικώς συναφή με εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 127(5) της Συνθήκης, η οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή μηχανισμούς χρηματοδότησης δεν συνάδει με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[123] Όταν μια ΕθνΚΤ ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναλαμβάνει ή να χρηματοδοτεί υποχρεώσεις ούτε τυχόν μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ούτε φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.[124] Προς τον σκοπό αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διευκρινίζει ότι η ΕθνΚΤ δεν αναλαμβάνει ούτε χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις τέτοιων ιδρυμάτων και φορέων.[125]
Η Οδηγία για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων[126] και η Οδηγία για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών[127] προβλέπουν ότι το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών πρέπει να βαρύνει τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων αντίστοιχα. Εθνική νομοθετική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ χρηματοδοτεί εθνικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που καλύπτει πιστωτικά ιδρύματα ή εθνικό σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που καλύπτει επιχειρήσεις επενδύσεων είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης μόνο εφόσον έχει βραχυχρόνιο χαρακτήρα, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων, υπαγορεύεται για λόγους προστασίας της συστημικής σταθερότητας και οι συναφείς αποφάσεις παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ.[128] Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία παραπομπών στο άρθρο 123 της Συνθήκης. Όταν μια ΕθνΚΤ αποφασίζει κατά τη διακριτική της ευχέρεια να χορηγήσει δάνειο, πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν αναλαμβάνει de facto καθήκον της κυβέρνησης.[129] Ειδικότερα, η στήριξη συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων από την κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να ισοδυναμεί με συστηματική πράξη εκ των προτέρων χρηματοδότησης.[130]
Λειτουργία δημοσιονομικού αντιπροσώπου
Σύμφωνα με το άρθρο 21.2 του Καταστατικού “η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι οργανισμών, οργάνων, φορέων ή υπηρεσιών της ΕΕ, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών. Σκοπός του άρθρου 21.2 του Καταστατικού είναι να διευκρινίσει ότι οι ΕθνΚΤ, μετά την εκχώρηση της αρμοδιότητας άσκησης της νομισματικής πολιτικής προς το Ευρωσύστημα, μπορούν να συνεχίσουν να παρέχουν υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου, τις οποίες παραδοσιακά προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες προς κυβερνήσεις και άλλους δημόσιους φορείς, χωρίς αυτό να συνιστά αυτοδικαίως παράβαση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 θεσπίζει ρητές και περιοριστικώς αναγραφόμενες εξαιρέσεις από την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου. Αυτές είναι οι εξής: (α) επιτρέπονται οι ενδοημερήσιες πιστώσεις προς τον δημόσιο τομέα, εφόσον περιορίζονται στη συγκεκριμένη ημέρα και δεν είναι δυνατή καμία παράτασή τους,[131] (β) η πίστωση του λογαριασμού του δημόσιου τομέα με την αξία επιταγής εκδόσεως τρίτου πριν χρεωθεί η πληρώτρια τράπεζα επιτρέπεται εφόσον από τη λήψη της επιταγής έχει παρέλθει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στον συνήθη απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη επιταγών από την ΕθνΚΤ, έτσι ώστε το τυχόν υπό τακτοποίηση ποσό (float) να προκύπτει κατ' εξαίρεση, να αντιπροσωπεύει μικρή αξία και να ισοσταθμίζεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα,[132] και (γ) η διακράτηση από την ΕθνΚΤ κερμάτων που εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα και πιστώνονται υπέρ αυτού επιτρέπεται εφόσον η αξία τους παραμένει κάτω του 10% των κερμάτων σε κυκλοφορία.[133]
Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου θα πρέπει να είναι συμβατές προς το δίκαιο της ΕΕ γενικώς και προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης ειδικώς.[134] Δεδομένου ότι στο άρθρο 21.2 του Καταστατικού αναγνωρίζεται ρητά ότι η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου αποτελεί νόμιμη λειτουργία που κατά παράδοση επιτελείται από τις ΕθνΚΤ, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από τις κεντρικές τράπεζες συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτού του είδους εξακολουθούν να εμπίπτουν στη λειτουργία δημοσιονομικού αντιπροσώπου και δεν συνιστούν χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων ούτε χορήγηση πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα πέραν των περιοριστικά προβλεπόμενων εξαιρέσεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.[135] Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στην ΕθνΚΤ να τηρεί καταθέσεις του Δημοσίου και να εξυπηρετεί τους λογαριασμούς του δεν δημιουργούν ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, εφόσον δεν καθιστούν δυνατή την παροχή πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων υπεραναλήψεων με εξόφληση την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ωστόσο, αναφύεται ενδεχομένως ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν λ.χ. οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις επιτρέπουν τον εκτοκισμό των καταθέσεων ή των υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών με επιτόκια υψηλότερα από τα επιτόκια της αγοράς και όχι με ίσα ή χαμηλότερα αυτών. Τυχόν τόκοι καθ’ υπέρβαση των επιτοκίων της αγοράς συνιστούν de facto χορήγηση πιστώσεως, πράγμα το οποίο αντίκειται στον σκοπό της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και ως εκ τούτου ενδέχεται να καταστρατηγεί τους σκοπούς της απαγόρευσης. Είναι απαραίτητο οι πρόσοδοι από ένα λογαριασμό να αντικατοπτρίζουν τις παραμέτρους της αγοράς και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το επιτόκιο των καταθέσεων να συσχετίζεται με τη διάρκειά τους.[136] Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου χωρίς αντάλλαγμα από ΕθνΚΤ δεν δημιουργεί ζήτημα συμμόρφωσης με τη νομισματική χρηματοδότηση, εφόσον πρόκειται για βασικές υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου.[137]
Απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης
Το άρθρο 124 της Συνθήκης προβλέπει ότι “απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας”. Όπως και με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, σκοπός της απαγόρευσης προνομιακής πρόσβασης είναι να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ασκούν συνετή δημοσιονομική πολιτική, που να μην επιτρέπει τη νομισματική χρηματοδότηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ή την προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές που οδηγεί σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα χρέους ή υπερβολικά ελλείμματα των κρατών-μελών.[138]
Σύμφωνα με το άρθρο 1(1) του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 3604/93,[139] ως “μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση” νοείται κάθε νομοθετική πράξη ή κανονισμός ή άλλο δεσμευτικό νομοθετικό κείμενο που θεσπίζεται στο πλαίσιο της άσκησης της δημόσιας εξουσίας και: (α) υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν ή να κατέχουν απαιτήσεις έναντι των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Κοινότητας, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών άλλων δημόσιων οργανισμών ή επιχειρήσεων των κρατών-μελών ή (β) χορηγεί φορολογικά πλεονεκτήματα αποκλειστικά υπέρ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ή παρέχει χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα μη σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ενθαρρύνει την απόκτηση ή την κατοχή τέτοιων απαιτήσεων από αυτά τα ιδρύματα.
Ως δημόσιες αρχές, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν μέτρα τα οποία παρέχουν στον δημόσιο τομέα προνομιακή πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εάν τα μέτρα αυτά δεν υπαγορεύονται από λόγους προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, οι κανόνες που θεσπίζουν οι ΕθνΚΤ σχετικά με τη χρήση χρεογράφων ως ασφαλειών δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης.[140] Η νομοθεσία των κρατών-μελών στον τομέα αυτό δεν επιτρέπεται να θεσπίζει τέτοιου είδους προνομιακή πρόσβαση.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93, ως “λόγοι προληπτικής εποπτείας” νοούνται οι λόγοι που θεμελιώνουν τις εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή διοικητικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του κοινοτικού δικαίου ή εναρμονίζονται με αυτό και οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των πελατών των εν λόγω ιδρυμάτων. Οι λόγοι προληπτικής εποπτείας αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των τραπεζών έναντι των καταθετών.[141] Στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ έχει θεσπίσει ορισμένες απαιτήσεις για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.[142] Ως “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.[143] Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα, που αποκαλούνται κοινώς “τράπεζες”, πρέπει να λάβουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για να παρέχουν υπηρεσίες.[144]
Τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, παρόλο που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, συνήθως εντάσσονται στο λειτουργικό πλαίσιο των ΕθνΚΤ και χρησιμοποιούνται ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής στις περισσότερες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης του ευρώ.[145] Στο Παράρτημα Ι, παράγραφος 2 της Κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2014/60[146] αναφέρεται σχετικά ότι το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία ή (διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας.[147] Η ΕΚΤ υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ να τηρούν τα απαιτούμενα ελάχιστα αποθεματικά (υπό μορφή καταθέσεων) σε λογαριασμό τους στην ΕθνΚΤ.[148]
Η παρούσα έκθεση εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας και των κανόνων που υιοθετούν οι ΕθνΚΤ και των καταστατικών τους προς την προβλεπόμενη στη Συνθήκη απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης. Πάντως, δεν προδικάζει τυχόν αξιολόγηση του κατά πόσον νόμοι, κανονισμοί, κανόνες ή διοικητικές πράξεις των κρατών-μελών χρησιμοποιούνται, με την επίφαση της συνδρομής λόγων προληπτικής εποπτείας, για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της παρούσας έκθεσης.
2.2.6 Ενιαίος τρόπος γραφής του ευρώ
Το άρθρο 3(4) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η “Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ”. Στα κείμενα των Συνθηκών, σε όλες τις αυθεντικές γλώσσες που γράφονται με το λατινικό αλφάβητο, το ευρώ αναφέρεται ομοιόμορφα στην ονομαστική του ενικού ως “euro”. Στο ελληνικό αλφάβητο, γράφεται “ευρώ” και στο κυριλλικό αλφάβητο γράφεται “евро”.[149] Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998 για την εισαγωγή του ευρώ[150] καθιστά σαφές ότι η ονομασία του ενιαίου νομίσματος πρέπει να είναι η ίδια σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων. Ως εκ τούτου, οι Συνθήκες επιτάσσουν την ενιαία γραφή της λέξης “euro” στην ονομαστική του ενικού σε όλες τις κοινοτικές και εθνικές νομοθετικές διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων.
Εν όψει της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καθορίζει το όνομα του ενιαίου νομίσματος, οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτό τον κανόνα δεν συνάδουν προς τη Συνθήκη και πρέπει να αρθούν.[151] Αν και η αρχή αυτή ισχύει για κάθε μορφή εθνικής νομοθεσίας, οι αξιολογήσεις κατά χώρα στα κεφάλαια που ακολουθούν επικεντρώνονται στα καταστατικά των ΕθνΚΤ και στους νόμους τους σχετικούς με τη μετάβαση στο ευρώ.
2.2.7 Νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα
Διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (δηλ. των καταστατικών των ΕθνΚΤ, αλλά και άλλων νομοθετημάτων) οι οποίες εμποδίζουν την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν το Ευρωσύστημα ή τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι ασυμβίβαστες προς την αποτελεσματική λειτουργία του Ευρωσυστήματος αφότου το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υιοθετήσει το ευρώ. Ως εκ τούτου, η εθνική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να καταστεί συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό σε σχέση με τα καθήκοντα που αφορούν το Ευρωσύστημα. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 131 της Συνθήκης, η εθνική νομοθεσία έπρεπε να προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξασφαλιστεί η συμβατότητά της μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ (στην περίπτωση της Σουηδίας) και μέχρι την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 (στην περίπτωση των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες). Ωστόσο, οι καταστατικές υποχρεώσεις που αφορούν την πλήρη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα δεν χρειάζεται να τεθούν σε ισχύ πριν από την πλήρη ενσωμάτωση, δηλ. την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος-μέλος με παρέκκλιση θα υιοθετήσει το ευρώ.
Στην παρούσα έκθεση εξετάζονται κυρίως οι τομείς όπου οι καταστατικές διατάξεις ενδέχεται να εμποδίζουν τη συμμόρφωση μιας ΕθνΚΤ προς τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για διατάξεις (α) που μπορεί να εμποδίσουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ στην εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής την οποία χαράζουν τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, ή (β) που μπορεί να εμποδίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων των διοικητών ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ή (γ) που δεν αναγνωρίζουν τα προνόμια της ΕΚΤ, ή (δ) που δεν αναγνωρίζουν ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα για καθήκοντα ΕΣΚΤ στα κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ εκχωρείται αμετάκλητα στην Ένωση,[152] ή (ε) σύμφωνα με τις οποίες οι ΕθνΚΤ, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων ΕΣΚΤ, δεσμεύονται από αποφάσεις εθνικών αρχών που έρχονται σε σύγκρουση με τις νομικές πράξεις της ΕΚΤ. Γίνεται διάκριση μεταξύ των εξής τομέων: σκοποί της οικονομικής πολιτικής, καθήκοντα, χρηματοοικονομικές διατάξεις, συναλλαγματική πολιτική και διεθνής συνεργασία. Τέλος, αναφέρονται και άλλοι τομείς όπου ενδέχεται να απαιτούνται προσαρμογές του καταστατικού της ΕθνΚΤ.
Σκοποί της οικονομικής πολιτικής
Η πλήρης ενσωμάτωση μιας ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα απαιτεί συμβατότητα των καταστατικών της σκοπών με τους σκοπούς του ΕΣΚΤ, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστατικοί σκοποί με “εθνική χροιά” πρέπει να υποστούν προσαρμογή, π.χ. στις περιπτώσεις που οι καταστατικές διατάξεις αναφέρονται σε υποχρέωση άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής πολιτικής του οικείου κράτους-μέλους. Επιπλέον, οι δευτερεύοντες σκοποί των ΕθνΚΤ πρέπει να είναι συμβατοί και να μην συγκρούονται με την υποχρέωση των ΕθνΚΤ να στηρίζουν τις γενικές οικονομικές πολιτικές της ΕΕ προκειμένου να συμβάλλουν στην επίτευξη των σκοπών της ΕΕ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωση που ρητώς προβλέπεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.[153]
Καθήκοντα
Τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ κράτους-μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ καθορίζονται πρωτίστως από τη Συνθήκη και το Καταστατικό, λόγω της ιδιότητάς της ως αναπόσπαστου μέρους του Ευρωσυστήματος. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 131 της Συνθήκης, πρέπει επομένως οι διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που αφορούν τα καθήκοντά τους να αντιπαραβάλλονται με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρεται κάθε ασυμβατότητα.[154] Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε διάταξη η οποία, μετά την υιοθέτηση του ευρώ και την ενσωμάτωση στο ΕΣΚΤ, παρακωλύει την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ειδικότερα δε για τις διατάξεις που δεν αναγνωρίζουν τις αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει του Κεφαλαίου IV του Καταστατικού.
Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί νομισματικής πολιτικής πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η νομισματική πολιτική της ΕΕ ασκείται μέσω του Ευρωσυστήματος.[155] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να περιέχουν διατάξεις σχετικά με τα μέσα άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να είναι ανάλογου περιεχομένου με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρονται οι τυχόν ασυμβατότητες, προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση προς το άρθρο 131 της Συνθήκης.
Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων είναι ένα καθήκον που εκτελούν τακτικά οι ΕθνΚΤ προκειμένου να αξιολογούν σωστά την κατεύθυνση που θα λάβει η νομισματική πολιτική. Οι ΕθνΚΤ μπορούν επίσης να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συναφείς προς τη νομισματική πολιτική δημοσιονομικές εξελίξεις με βάση την παρακολούθηση αυτών των εξελίξεων και τον ανεξάρτητο συμβουλευτικό ρόλο τους, προκειμένου να συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων από τις ΕθνΚΤ για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής πρέπει να βασίζεται στην πλήρη πρόσβασή τους σε όλα τα σχετικά δημοσιονομικά στοιχεία. Συνεπώς, πρέπει να παρέχεται στις ΕθνΚΤ απεριόριστη, έγκαιρη και αυτόματη πρόσβαση σε όλες τις συναφείς δημοσιονομικές στατιστικές. Ωστόσο, ο ρόλος μιας ΕθνΚΤ δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τις δραστηριότητες παρακολούθησης που απορρέουν ή σχετίζονται – άμεσα ή έμμεσα – με την εκπλήρωση της αποστολής της για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.[156] Η επίσημη εντολή προς μια ΕθνΚΤ να αξιολογεί προβλέψεις και δημοσιονομικές εξελίξεις συνεπάγεται ότι η ΕθνΚΤ αναλαμβάνει μια λειτουργία (και αντίστοιχη ευθύνη) όσον αφορά τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, με κίνδυνο να υπονομεύεται η εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωσυστήματος για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και η ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ.[157]
Στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΚΤ έχει τονίσει ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση στα εθνικά τμήματα της αγοράς χρήματος της ζώνης του ευρώ, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να δυσχεράνει την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, αυτό ισχύει για την παροχή κρατικών εγγυήσεων με σκοπό την κάλυψη διατραπεζικών καταθέσεων.[158]
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας των επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, λ.χ. οφειλών προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη ρευστότητα της αγοράς. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στην αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη ροή της χρηματοδότησης, να επηρεάσουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών και κατά συνέπεια να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος.[159]
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις κράτους-μέλους που εκχωρούν στην οικεία ΕθνΚΤ το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια πρέπει να αναγνωρίζουν ότι, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 128(1) της Συνθήκης και το άρθρο 16 του Καταστατικού, ενώ το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ ανήκει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ. Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ασκούν επιρροή σχετικά με θέματα όπως οι ονομαστικές αξίες, η παραγωγή, η ποσότητα και η απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ πρέπει επίσης είτε να καταργηθούν είτε να αναγνωρίζουν τις εξουσίες της ΕΚΤ σε σχέση με τα τραπεζογραμμάτια ευρώ, κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κέρματα, ανεξάρτητα από τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕθνΚΤ, οι σχετικές διατάξεις πρέπει να αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εγκρίνει την ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων ευρώ μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το νόμισμα σε κυκλοφορία ως χρέος της οικείας ΕθνΚΤ προς το Δημόσιο του εν λόγω κράτους-μέλους, καθώς κάτι τέτοιο ακυρώνει την έννοια του ενιαίου νομίσματος και είναι ασύμβατο προς τις επιταγές περί νομικής ενσωμάτωσης στο Ευρωσύστημα.[160]
Ως προς τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων,[161] όσα εκ των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ δεν μεταβιβάζουν τα επίσημα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα[162] στην οικεία ΕθνΚΤ παραβαίνουν τη Συνθήκη. Επίσης, το δικαίωμα τρίτου, π.χ. της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου, να επηρεάζει τις αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ σχετικά με τη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων δεν συνάδει προς την τρίτη περίπτωση του άρθρου 127(2) της Συνθήκης. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ πρέπει να παρέχουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα κατ’ αναλογίαν προς το μερίδιο συμμετοχής τους στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίστανται νομικά προσκόμματα στη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ.
Ως προς τις στατιστικές, παρόλο που οι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 34.1 του Καταστατικού στον τομέα της στατιστικής δεν παραχωρούν δικαιώματα ούτε επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, το άρθρο 5 του Καταστατικού, το οποίο αφορά τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών, έχει εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη, ασχέτως εάν έχουν υιοθετήσει το ευρώ ή όχι. Συνεπώς, τα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ είναι υποχρεωμένα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν σε εθνικό επίπεδο κάθε μέτρο που θεωρούν πρόσφορο για τη συλλογή των στατιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στατιστικών στοιχείων της ΕΚΤ[163] και να προετοιμαστούν εγκαίρως στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να γίνουν κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ.[164] Η εθνική νομοθεσία που ορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕθνΚΤ και της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας θα πρέπει να εγγυάται την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εντός του στατιστικού πλαισίου του ΕΣΚΤ.[165]
Χρηματοοικονομικές διατάξεις
Οι χρηματοοικονομικές διατάξεις του Καταστατικού περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς,[166] τον λογιστικό έλεγχο,[167] την εγγραφή στο κεφάλαιο,[168] τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων[169] και την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος.[170] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις και ως εκ τούτου κάθε εθνική διάταξη που είναι ασύμβατη προς αυτές πρέπει να καταργηθεί.
Συναλλαγματική πολιτική
Τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση είναι δυνατόν να διατηρήσουν στην εθνική νομοθεσία τους διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ότι αρμόδια για τη συναλλαγματική πολιτική είναι η κυβέρνηση και ότι η οικεία ΕθνΚΤ έχει συμβουλευτικό ή/και εκτελεστικό ρόλο. Πάντως, η νομοθεσία αυτή πρέπει, το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ, να αντανακλά το γεγονός ότι η αρμοδιότητα για τη συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ έχει εκχωρηθεί στο επίπεδο της ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 138 και 219 της Συνθήκης.
Διεθνής συνεργασία
Για την υιοθέτηση του ευρώ, η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι συμβατή προς το άρθρο 6.1 του Καταστατικού, το οποίο προβλέπει ότι στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ αποφασίζει τον τρόπο εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ. Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς πρέπει να προβλέπουν ότι η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται στην έγκριση της ΕΚΤ (άρθρο 6.2 του Καταστατικού).
Διάφορα
Πέραν των ανωτέρω θεμάτων, στην περίπτωση ορισμένων κρατών-μελών υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών, ανταλλαγή πληροφοριών).
3 Η οικονομική σύγκλιση
Το παρόν κεφάλαιο παρέχει μια οριζόντια επισκόπηση. Ορισμένοι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στη συνολική αξιολόγηση δεν καλύπτονται εδώ, αλλά στα Κεφάλαια 4 και 5.
Κυρίως λόγω των αντίξοων οικονομικών συνθηκών, από την Έκθεση του 2020 μέχρι σήμερα σημειώθηκε περιορισμένη πρόοδος όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα κριτήρια σύγκλισης (βλ. Πίνακα 3.1). Πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση καταγράφουν ρυθμούς πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ άνω ή αρκετά άνω της τιμής αναφοράς, όπως συνέβη και το 2020. Από τον Απρίλιο του 2020 οι δωδεκάμηνοι μέσοι όροι των διαφορών του μακροπρόθεσμου επιτοκίου έναντι της ζώνης του ευρώ παρέμειναν σταθεροί σε τρεις από τις επτά εξεταζόμενες χώρες, ενώ αυξήθηκαν – αν και σε πολύ διαφορετικό βαθμό – σε άλλες τρεις χώρες. Το μακροπρόθεσμο επιτόκιο ήταν άνω της τιμής αναφοράς σε δύο χώρες και αρκετά άνω της τιμής αναφοράς σε μία, έναντι μίας μόνο χώρας άνω της τιμής αναφοράς το 2020. Δύο χώρες (η Βουλγαρία και η Κροατία) εντάχθηκαν στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ) τον Ιούλιο του 2020. Τα νομίσματα ορισμένων εξεταζόμενων χωρών κατέγραψαν μεγάλες διακυμάνσεις έναντι του ευρώ τα τελευταία έτη και ορισμένα νομίσματα κατέγραψαν σημαντική υποτίμηση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Στις περισσότερες χώρες δεν σημειώθηκε πρόοδος στη μείωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών λόγω της σημαντικής επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας εξ αιτίας της πανδημίας COVID-19 και της υιοθέτησης δημοσιονομικών μέτρων για τον περιορισμό των επιπτώσεών της.
Στο τέλος Φεβρουαρίου 2022 οι αγορές ενέργειας, βασικών εμπορευμάτων, συναλλάγματος και οι παγκόσμιες κεφαλαιαγορές υπέστησαν σημαντικές διαταραχές που οφείλονται στη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση. Οι διαταραχές αυτές ενδέχεται να ασκήσουν ιδιαίτερα μεγάλη επίδραση στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός αυξήθηκε περαιτέρω λόγω της ανόδου των τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Όπως μαρτυρούν οι πρόσφατες εξελίξεις του πληθωρισμού, οι πιέσεις στις τιμές διαχέονται ευρύτερα και ο πληθωρισμός ενδέχεται τους επόμενους μήνες να παραμείνει αυξημένος και υψηλότερος από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, αντανακλώντας τις αυξήσεις των τιμών των εμπορευμάτων εξαιτίας του πολέμου, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωση των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς. Το μέγεθος των επιπτώσεων που θα έχει η ρωσο-ουκρανική σύγκρουσης στις εξεταζόμενες χώρες και γενικότερα στην οικονομία της ΕΕ είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιο στην παρούσα φάση και θα εξαρτηθεί ιδίως από τη διάρκεια του πολέμου και την αντίδραση της πολιτικής. Οι παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς, στις οποίες η ΕΕ έχει υψηλό επίπεδο ενσωμάτωσης, κατέγραφαν ήδη δυσχέρειες λόγω της πανδημίας και ο πόλεμος μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη αναδιάταξη των αλυσίδων προσφοράς που θα επηρεάσει τις οικονομικές προοπτικές και τα επίπεδα των τιμών μεσοπρόθεσμα. Η συνολική μετάδοση της διαταραχής του πολέμου θα διαφέρει στις επιμέρους εξεταζόμενες χώρες, ανάλογα με τους εμπορικούς και χρηματοπιστωτικούς δεσμούς της καθεμιάς, το βαθμό έκθεσής τους σε αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και την ένταση της προϋπάρχουσας έξαρσης του πληθωρισμού.
Πίνακας 3.1
Συγκεντρωτικός πίνακας δεικτών οικονομικής σύγκλισης
Μετά τη δημοσίευση της προηγούμενης Έκθεσης για τη Σύγκλιση το 2020, η ΕΕ υπέστη σοβαρή και πιο παρατεταμένη από ό,τι αναμενόταν διαταραχή λόγω της πανδημίας COVID-19, με αποτέλεσμα σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020, από την οποία ανέκαμψαν δυναμικά όλες οι εξεταζόμενες χώρες. Πιο πρόσφατα όμως, το ξέσπασμα της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης τον Φεβρουάριο του 2022 άσκησε αρνητική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα και σκιάζει τις οικονομικές προοπτικές, τουλάχιστον για το 2022. Η εκδήλωση της πανδημίας COVID-19 τον Μάρτιο του 2020 οδήγησε σε μεγάλη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας το β΄ τρίμηνο του 2020 σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες. Ωστόσο, η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και η υιοθέτηση σημαντικών μέτρων δημοσιονομικής, εποπτικής και νομισματικής πολιτικής για να αντισταθμιστεί η οικονομική ζημία που προκάλεσε η πανδημία στήριξαν την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα τρίμηνα. Παρά τα φαινόμενα συμφόρησης από την πλευρά της προσφοράς, η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε έντονα στις επτά εξεταζόμενες χώρες το 2021, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την εύρωστη εγχώρια ζήτηση και τις δυναμικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Στην Κροατία, πρόσθετος παράγοντας ήταν η ισχυρή εξαγωγική επίδοση της χώρας. Η κατάσταση στην αγορά εργασίας βελτιώθηκε γρήγορα όταν χαλάρωσαν οι περιορισμοί που συνδέονταν με την πανδημία COVID-19, υποβοηθούμενη από τα μέτρα πολιτικής που εφάρμοσαν οι αρχές. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις εξακολούθησαν να επικρατούν συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας. Σε ορισμένες χώρες έχει σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη διόρθωση των εξωτερικών ανισορροπιών και τη μείωση της εξάρτησης από την εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτό ενίσχυσε την ανθεκτικότητα αυτών των χωρών. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές ευπάθειες, αν και σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τη χώρα. Οι ευπάθειες αυτές, αν δεν αντιμετωπιστούν επαρκώς σε χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ενδέχεται να επιβραδύνουν την πορεία σύγκλισης αυτών των χωρών μακροπρόθεσμα, σε συνδυασμό και με αρνητικές εξωτερικές διαταραχές. Από τις αρχές του 2022 η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση επηρεάζει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και τις προοπτικές και αυξάνει τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω υψηλότερων τιμών της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων. Οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων σημείωσαν έντονη αύξηση, ενώ αναδείχθηκαν ευπάθειες που απορρέουν από την υψηλή εξάρτηση των εισαγωγών ενέργειας και άλλων εισροών από μία και μόνη χώρα (όπως η Ρωσία).
Όσον αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού ήταν υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% σε δύο από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην έκθεση (βλ. Διάγραμμα 3.1). Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Ρουμανία κατέγραψαν ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τιμής αναφοράς, ενώ οι ρυθμοί πληθωρισμού ήταν κάτω από την τιμή αναφοράς στην Κροατία και αρκετά κάτω στη Σουηδία. Στην Έκθεση για τη Σύγκλιση 2020, η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία είχαν καταγράψει ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τότε τιμής αναφοράς 1,8%.
Διάγραμμα 3.1
Πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ
Κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης, μόνο η Ρουμανία βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Αν και τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες υπερέβησαν την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα το 2021, δεν ενεργοποιήθηκαν νέες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος. Λόγω της κρίσης της COVID-19, τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν απότομα σε όλες τις χώρες το 2020 και, με εξαίρεση τη Σουηδία, παρέμειναν σε αυξημένα επίπεδα το 2021. Σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα βελτιώθηκε το 2021 σε όλες τις χώρες πλην της Βουλγαρίας και της Τσεχίας. Ωστόσο, τέσσερις από τις εξεταζόμενες χώρες κατέγραψαν δημοσιονομικά ελλείμματα άνω της τιμής αναφοράς 3% το 2021, με τα υψηλότερα ελλείμματα να καταγράφονται στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία με 6,8% και 7,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα (βλ. Διάγραμμα 3.2). Επίσης, σημειώθηκε υπέρβαση της τιμής αναφοράς στη Βουλγαρία και την Τσεχία, οι οποίες κατέγραψαν ελλείμματα 4,1% και 5,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Το 2022 ο λόγος ελλείμματος/ΑΕΠ αναμένεται να βελτιωθεί σε τέσσερις χώρες, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και να διατηρηθεί άνω της τιμής αναφοράς 3% σε όλες τις χώρες εκτός από την Κροατία και τη Σουηδία. Το 2023 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω σε έξι χώρες αλλά θα συνεχίσει να υπερβαίνει την τιμή αναφοράς στην Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Όσον αφορά το κριτήριο του χρέους, στη Βουλγαρία και τη Σουηδία ο λόγος του χρέους ήταν αντίστοιχα 25,1% και 36,7% του ΑΕΠ το 2021 (βλ. Διάγραμμα 3.3). Στην Τσεχία, την Πολωνία και την Ρουμανία, ο λόγος του χρέους ήταν μεταξύ 40% και 60% του ΑΕΠ. Όπως και το 2019, η Κροατία και η Ουγγαρία ήταν οι μόνες χώρες με λόγο χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 60% το 2021. Και στις δύο χώρες, ο λόγος του χρέους ακολούθησε πτωτική πορεία από το 2014 έως το 2019 και προσέγγιζε το 60% του ΑΕΠ με ικανοποιητικό ρυθμό έως το τέλος του 2019. Εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, ο λόγος του χρέους και στις δύο χώρες αυξήθηκε κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 2020 και στη συνέχεια μειώθηκε εκ νέου το 2021. Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους της γενικής κυβέρνησης μεσοπρόθεσμα είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι και τα τρία τελευταία έτη (2020, 2021, 2022) έχει εφαρμοστεί η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αναμένεται δε να παραμείνει σε ισχύ το 2023. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπέρανε τον Μάιο του 2022 ότι το κριτήριο του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν πληρούν η Βουλγαρία, η Τσεχία και η Ουγγαρία με βάση τα αποτελέσματά τους το 2021, καθώς και η Πολωνία με βάση το προβλεπόμενο έλλειμμα για το 2022, ενώ η Ουγγαρία δεν πληρούσε το κριτήριο του χρέους. Παρ’ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τη συνεχιζόμενη έκτακτη μακροοικονομική και δημοσιονομική επίδραση της πανδημίας COVID-19, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Επιτροπή δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέων διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος στην παρούσα φάση. Ωστόσο, δήλωσε ότι το φθινόπωρο του 2022 θα επαναξιολογήσει κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να προτείνει την ενεργοποίηση της ΔΥΕ. Η Ρουμανία υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος από τον Απρίλιο του 2020, η οποία όμως ανεστάλη με βάση την επίτευξη του στόχου για το ονομαστικό έλλειμμα και τη δημοσιονομική προσπάθεια το 2021.
Διάγραμμα 3.2
Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης
Διάγραμμα 3.3
Ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης
Όσον αφορά το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, στις 10 Ιουλίου 2020 οι χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν το λεβ Βουλγαρίας και το κούνα Κροατίας στον ΜΣΙ ΙΙ και συνεπώς τα δύο νομίσματα συμμετείχαν στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετίας αναφοράς από 26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022. Το λεβ Βουλγαρίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά ευρώ, ενώ το κούνα Κροατίας εντάχθηκε με κεντρική ισοτιμία 7,53450 κούνα ανά ευρώ.[171] Και τα δύο νομίσματα συμμετέχουν με τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η Βουλγαρία εντάχθηκε στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών διατηρώντας το υπάρχον καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος ως μονομερή δέσμευση. Συνεπώς, δεν δημιουργήθηκαν πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Βουλγαρίας και της Κροατίας (ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του λεβ στον ΜΣΙ ΙΙ – “προηγούμενες δεσμεύσεις”) με σκοπό να επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως την υιοθέτηση του ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας η καθεμία στο πεδίο αρμοδιότητάς της, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και από δευτερογενή νομοθεσία. Όσον αφορά την Κροατία, ολοκληρώθηκαν όλα τα παραδοτέα που προέβλεπαν οι δεσμεύσεις μετά την ένταξη στον ΜΣΙ ΙΙ, ενώ στη Βουλγαρία βαίνουν προς ολοκλήρωση σε γενικές γραμμές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος για να αντιμετωπιστούν εναπομένουσες αδυναμίες στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Κροατία, όπως επισημάνθηκε στην πρόσφατη έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης (Committee of Experts on the Evaluation of Anti-Money Laundering Measures and the Financing of Terrorism - MONEYVAL). Κατά τη διετία αναφοράς, το λεβ Βουλγαρίας δεν παρουσίασε απόκλιση από την κεντρική του ισοτιμία, ενώ το κούνα Κροατίας παρουσίασε χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας και κινήθηκε κοντά στην κεντρική του ισοτιμία. Μετά την ένταξη του κούνα στον ΜΣΙ ΙΙ τον Ιούλιο του 2020 και καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, η μέγιστη προς τα άνω απόκλιση από την κεντρική του ισοτιμία ήταν 1,0%, ενώ η μέγιστη προς τα κάτω απόκλιση ήταν 0,8%. Οι αποκλίσεις αυτές είναι σημαντικά μικρότερες από τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης του ΜΣΙ II. Όσον αφορά τα νομίσματα που δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ, το λέι Ρουμανίας παρουσίασε πολύ χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας, ενώ τα υπόλοιπα νομίσματα παρουσίασαν σχετικά υψηλό βαθμό μεταβλητότητας κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αναφοράς.
Διάγραμμα 3.4
Διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ
Όσον αφορά τη σύγκλιση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, δύο από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση έχουν μακροπρόθεσμα επιτόκια κάτω από την τιμή αναφοράς, η οποία ήταν 2,6%. Μία χώρα κατέγραψε μακροπρόθεσμο επιτόκιο αρκετά άνω της τιμής αναφοράς (βλ. Διάγραμμα 3.5). Τα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς στην Πολωνία και την Ουγγαρία και αρκετά άνω στη Ρουμανία. Οι χαμηλότερες τιμές - όλες κάτω από 1% - καταγράφτηκαν στη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Σουηδία. Συγκριτικά, στην Έκθεση για τη Σύγκλιση 2020, μόνο η Ρουμανία είχε μακροπρόθεσμο επιτόκιο άνω της τότε τιμής αναφοράς 2,9%.
Διάγραμμα 3.5
Μακροπρόθεσμα επιτόκια
Κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα. Η σύγκλιση πρέπει να επιτυγχάνεται σε διαρκή βάση και όχι απλώς σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Η πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ έδειξε ότι τα αδύναμα θεμελιώδη μακροοικονομικά μεγέθη, η υπερβολικά χαλαρή κατεύθυνση της μακροοικονομικής πολιτικής και ανεπάρκειες των στατιστικών υπηρεσιών σε επιμέρους χώρες, καθώς και οι υπεραισιόδοξες προσδοκίες για τη σύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων, συνεπάγονται κινδύνους όχι μόνο για τις αντίστοιχες χώρες, αλλά και για την ομαλή λειτουργία της ζώνης του ευρώ συνολικά. Η δεύτερη δεκαετία έδειξε ότι η οικονομική σύγκλιση μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη και μακρόχρονη αν οι αρχικές μακροοικονομικές ανισορροπίες είναι μεγάλες, οι διαδικασίες προσαρμογής και μεταρρύθμισης είναι δυσχερείς και η ανθεκτικότητα στις δυσμενείς διαταραχές είναι περιορισμένη. Η συμμόρφωση με τα αριθμητικά κριτήρια σύγκλισης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν εγγυάται από μόνη της την ομαλή συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ. Οι χώρες που εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει συνεπώς να αποδείξουν τη διατηρησιμότητα της διαδικασίας σύγκλισής τους και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις και προκλήσεις που συνεπάγεται η υιοθέτηση του ευρώ, λαμβανομένου υπόψη ότι οι μηχανισμοί επιμερισμού του κινδύνου εντός της ΟΝΕ είναι ατελείς. Αυτό είναι προς το συμφέρον τόσο της ίδιας της χώρας, όσο και της ζώνης του ευρώ.
Σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες απαιτούνται προσαρμογές πολιτικής μονιμότερου χαρακτήρα προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη σύγκλιση. Προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης σύγκλισης είναι η μακροοικονομική σταθερότητα, υποστηρικτικό επιχειρηματικό περιβάλλον με αποτελεσματικές οικονομικές δομές και θεσμούς και ιδίως η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. Ο υψηλός βαθμός ευελιξίας των αγορών προϊόντων και εργασίας είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών διαταραχών. Απαιτείται επίσης κουλτούρα σταθερότητας, με σταθεροποιημένες προσδοκίες για τον πληθωρισμό που θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση περιβάλλοντος σταθερότητας των τιμών. Χρειάζεται να υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες για την αποδοτική χρήση του κεφαλαίου και της εργασίας στην οικονομία, ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Χρειάζεται υψηλός βαθμός οικονομικής ενσωμάτωσης στη ζώνη του ευρώ για να επιτευχθεί συγχρονισμός του οικονομικού κύκλου μεταξύ των χωρών. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες μακροπροληπτικές πολιτικές που θα αποτρέπουν τη συσσώρευση μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών ανισορροπιών, όπως η υπερβολική άνοδος των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και κοινωνικά επώδυνες ακραίες διακυμάνσεις των πιστώσεων (boom-bust credit cycles). Επίσης, πρέπει να προβλέπεται κατάλληλο πλαίσιο για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι χώρες που υπάγονται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών, είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες στις οικονομίες τους. Τέλος, ένα ισχυρό θεσμικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας μιας χώρας να εφαρμόσει πολιτικές οικονομικής προσαρμογής και υγιείς διαρθρωτικές πολιτικές, είναι μείζονος σημασίας παράγοντας που συμβάλλει στην οικονομική ενσωμάτωση και σύγκλιση των χωρών. Το χρηματοδοτικό μέσο Next Generation EU (NGEU) προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία επιτάχυνσης της διαδικασίας σύγκλισης με τη ζώνη του ευρώ. Κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είναι η ταχεία και αποτελεσματική υλοποίηση των συναφών δράσεων.
3.1 Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών
Τον Απρίλιο του 2022 πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση κατέγραψαν μέσο δωδεκάμηνο ρυθμό πληθωρισμού αρκετά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Με την εμφάνιση της πανδημίας COVID-19, ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε σημαντικά στη ζώνη του ευρώ το 2020 και στη συνέχεια επιταχύνθηκε απότομα το 2021, ωθούμενος κυρίως από επιδράσεις βάσης, έντονες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, ιδίως στο τέλος του 2021, και από φαινόμενα συμφόρησης στην πλευρά της προσφοράς εξ αιτίας της πανδημίας, καθώς και από μεγάλη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης αγαθών. Στο διάστημα από την προηγούμενη Έκθεση για τη Σύγκλιση, ο πληθωρισμός ακολούθησε παρόμοια πορεία στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες, αλλά μεταξύ Μαΐου 2021 και Απριλίου 2022 ήταν υψηλότερος στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, αντανακλώντας τις υψηλότερες τιμές των τροφίμων και της ενέργειας, καθώς και τις συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας. Έτσι, αυτές οι πέντε χώρες κατέγραψαν ρυθμούς πληθωρισμού αρκετά άνω της τιμής αναφοράς, ενώ οι ρυθμοί πληθωρισμού ήταν μόλις κάτω από την τιμή αναφοράς στη Κροατία και αρκετά κάτω στη Σουηδία. Από τις αρχές του 2022 η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις μέσω των ανατιμήσεων της ενέργειας και των βασικών εμπορευμάτων και επιδεινώνοντας τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού. Κατά συνέπεια, ο πληθωρισμός αυξήθηκε περαιτέρω σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες στην αρχή του 2022, αν και σε διαφορετικό βαθμό στην καθεμία.
Την τελευταία δεκαετία τόσο το μέσο επίπεδο όσο και η μεταβλητότητα του πληθωρισμού παρουσίασαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών που εξετάζονται (βλ. Διάγραμμα 3.6). Κατά την περίοδο αυτή η Ουγγαρία και η Ρουμανία κατέγραψαν μέσο ρυθμό πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ άνω του 2,0%. Στην Τσεχία, ο μέσος πληθωρισμός ήταν 2,0% και στην Πολωνία ήταν ελαφρώς κάτω του 2%. Στη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Σουηδία, ο πληθωρισμός ήταν κατά μέσο όρο 1,0%. Την ίδια περίοδο, ο πληθωρισμός σημείωσε σχετικά ευρείες διακυμάνσεις σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες πλην της Σουηδίας. Στις χώρες με θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, η σύγκλιση την τελευταία δεκαετία ήταν περιορισμένη. Παράλληλα, η εξέλιξη των διαφορών πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2020 έως τον Απρίλιο του 2022 ήταν ανομοιογενής μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών.
Διάγραμμα 3.6
Μακροπρόθεσμες εξελίξεις και προοπτικές του ΕνΔΤΚ
Οι εξελίξεις των τιμών σε πιο μακροχρόνια περίοδο αντικατόπτριζαν το πιο ευμετάβλητο μακροοικονομικό περιβάλλον πολλών χωρών. Κατά την τελευταία δεκαετία, το 2012 τιμές εξελίχθηκαν ανομοιόμορφα μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών, αντικατοπτρίζοντας εν μέρει διαφορές ως προς το μέγεθος της οικονομικής ανάκαμψης αλλά και μέτρα που έλαβαν συγκεκριμένες χώρες σε σχέση με τις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές μετά την απότομη οικονομική ύφεση κατά το εν λόγω έτος. Το 2013 ο πληθωρισμός εισήλθε σε καθοδική πορεία σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες φθάνοντας σε ιστορικώς χαμηλά ή ακόμη και αρνητικά επίπεδα. Αυτή η γενικευμένη τάση αντανακλούσε κυρίως την εξέλιξη των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων, τις χαμηλές εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις και τη διατήρηση αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού σε ορισμένες χώρες. Η εξέλιξη των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων είχε ιδιαίτερα έντονο αντίκτυπο στις οικονομίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, λόγω της σχετικά υψηλής στάθμισης των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής στο αντίστοιχο καλάθι του ΕνΔΤΚ. Σε μερικές από τις εξεταζόμενες χώρες, οι μειώσεις των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των έμμεσων φόρων ή η ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας άσκησαν επίσης καθοδική πίεση στον πληθωρισμό. Σε αυτό το περιβάλλον, οι συνθήκες νομισματικής πολιτικής χαλάρωσαν σημαντικά. Από το 2017 ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε σημαντικά λόγω της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, της εύρωστης εγχώριας ζήτησης και των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας και των εμπορευμάτων, οδηγώντας σε αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής σε ορισμένες από τις εξεταζόμενες χώρες. Το 2019 και στην αρχή του 2020, παρά τις εξωτερικές αντιξοότητες και τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας, ο πληθωρισμός παρέμεινε αυξημένος στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες, ωθούμενος από τη εύρωστη εγχώρια ζήτηση, την αυξανόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και την άνοδο των τιμών των ειδών διατροφής. Η εμφάνιση της πανδημίας COVID-19 τον Μάρτιο του 2020 οδήγησε σε μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το β΄ τρίμηνο του 2020 σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε σημαντικά σε ορισμένες χώρες, ενώ σε άλλες παρέμεινε ιδιαίτερα ανθεκτικός, αντανακλώντας τις υψηλότερες τιμές των ειδών διατροφής και των υπηρεσιών, καθώς και τις συνθήκες στενότητας στην αγορά εργασίας. Εντούτοις, η χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και η υιοθέτηση μεγάλης κλίμακας μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής και προληπτικής εποπτείας από πλευράς των εθνικών αρχών ως αντιστάθμιση της οικονομικής ζημίας που επέφερε η πανδημία COVID-19 στήριξαν την επακόλουθη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πληθωρισμός αυξήθηκε σημαντικά σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες το 2021, ωθούμενος κυρίως από τις απότομες αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, ιδίως στο τέλος του 2021, και από τις αναντιστοιχίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία και οι παρεμβάσεις μακροοικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπισή της. Από τις αρχές του 2022 η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας επέτεινε τις πληθωριστικές πιέσεις. Ορισμένες κεντρικές τράπεζες αύξησαν δραστικά τα βασικά τους επιτόκια αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 2021 και στις αρχές του 2022.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει αυξημένος τα επόμενα τρίμηνα και στη συνέχεια να μειωθεί σταδιακά κατά τη διάρκεια του ορίζοντα πρόβλεψης σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες. Ωστόσο, οι προβλέψεις υπόκεινται σε σημαντική αβεβαιότητα δεδομένων των περιστάσεων. Πιο μακροπρόθεσμα, υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στις περισσότερες εξεταζόμενες χώρες. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες το 2022 και στη συνέχεια να μειωθεί το 2023 σημαντικά, λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας και της άμβλυνσης των προβλημάτων στις αλυσίδες εφοδιασμού. Ωστόσο, αναμένεται να παραμείνει υψηλός στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του ορίζοντα της πρόβλεψης και σημαντικά άνω του 2.0% στην Κροατία και τη Σουηδία. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές του πληθωρισμού είναι ανοδικοί σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες, και συνδέονται με το ενδεχόμενο οι πληθωριστικές πιέσεις που απορρέουν από τη ρωσο-ουκρανική σύγκρουση να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως και επίσης να προκαλέσουν προς τα άνω μετατόπιση της τροχιάς των μισθολογικών αυξήσεων και των πληθωριστικών προσδοκιών. Πιο μακροπρόθεσμα, καθώς σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, εκτός αν αυτές αντισταθμιστούν από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Ένα περιβάλλον που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών στις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επίτευξη ή η διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα στηρίζει τη σταθερότητα των τιμών συναρτάται κρίσιμα με την υλοποίηση περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Όσον αφορά το μέλλον, σημαντικός παράγοντας θα είναι πώς θα αντιδράσουν οι μισθοί στον υψηλό καταγεγραμμένο πληθωρισμό και κατά πόσον αντανακλούν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και τις εξελίξεις στις ανταγωνίστριες χώρες (Διάγραμμα 3.7). Απαιτείται συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών για την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων και τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών για την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο της απασχόλησης. Προς το σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης, καθώς και να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα των θεσμών. Δεδομένου ότι τα περιθώρια ελιγμών της νομισματικής πολιτικής είναι περιορισμένα, ιδίως για τις δύο χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ, θα πρέπει οπωσδήποτε άλλοι τομείς πολιτικής να στηρίζουν την ικανότητα αυτών των οικονομιών να διατηρούν τη σταθερότητα των τιμών, να αντιμετωπίζουν τις διαταραχές που αφορούν τη συγκεκριμένη χώρα και να αποτρέπουν τη συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την εποπτεία πρέπει να αποσκοπούν στην περαιτέρω διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Προκειμένου να στηρίξουν την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Διάγραμμα 3.7
Σωρευτική μεταβολή του ΕνΔΤΚ και του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας μεταξύ 2012 και 2021
3.2 Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης
Κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης, μόνο η Ρουμανία βρίσκεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Το έλλειμμα στη Ρουμανία υπερέβη την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ το 2019 και ενεργοποιήθηκε η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος τον Απρίλιο του 2020. Η διαδικασία παραμένει σε αναστολή με βάση την επίτευξη του απαιτούμενου στόχου για τον μετρούμενο πληθωρισμό και τη δημοσιονομική προσπάθεια το 2021. Η προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος είναι το 2024. Οι λόγοι δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ τεσσάρων χωρών υπερέβησαν την τιμή αναφοράς το 2021. Τα ελλείμματα ήταν αρκετά άνω της τιμής αναφοράς στη Βουλγαρία και την Τσεχία, 4,1% και 5,9% του ΑΕΠ αντίστοιχα, και πολύ άνω της τιμής αναφοράς στην Ουγγαρία και τη Ρουμανία, 6,8% και 7,1% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Το έλλειμμα στην Κροατία παρέμεινε μόλις κάτω από την τιμή αναφοράς στο 2,9% του ΑΕΠ και το έλλειμμα στην Πολωνία ήταν αρκετά κάτω, στο 1,9% του ΑΕΠ. Η Σουηδία παρέμεινε κοντά σε ισοσκελισμένη δημοσιονομική θέση, καταγράφοντας έλλειμμα 0,2% του ΑΕΠ.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα το 2021 ήταν κάτω από τα επίπεδα του 2019 σε όλες τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και των μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής που υιοθετήθηκαν για να αντιμετωπιστεί. Το 2020 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα επιδεινώθηκε σε όλες τις χώρες, καθώς η πανδημική κρίση οδήγησε σε σημαντική επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και υιοθετήθηκαν δημοσιονομικά μέτρα για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της. Ενώ το 2019 ο λόγος ελλείμματος/ΑΕΠ είχε υπερβεί την τιμή αναφοράς 3% μόνο στην περίπτωση της Ρουμανίας, το 2020 αυξήθηκε πάνω από το επίπεδο αυτό σε έξι χώρες. Το 2021 τα δημοσιονομικά αποτελέσματα βελτιώθηκαν σε όλες τις χώρες πλην της Βουλγαρίας και της Τσεχίας, με τη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών και τη μερική άρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης. Η περαιτέρω επιδείνωση στη Βουλγαρία οφείλεται στην έντονη άνοδο των τρεχουσών δαπανών, ενώ η επιδείνωση στην Τσεχία συνδέεται με τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Για το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ θα παραμείνει κάτω από την τιμή αναφοράς 3% μόνο στην Κροατία και τη Σουηδία. Λόγω της περαιτέρω βελτίωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της άρσης των περισσότερων από τα εναπομείναντα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα προβλέπεται να αυξηθεί σε τέσσερις χώρες. Ωστόσο, ενώ αναμένεται να παραμείνει κάτω από την τιμή αναφοράς 3% στην Κροατία και τη Σουηδία, προβλέπεται να παραμείνει άνω του 3% στη Βουλγαρία και την Πολωνία, αρκετά άνω στην Τσεχία και την Ουγγαρία και πολύ άνω στη Ρουμανία.
Το 2021 ο λόγος του χρέους ήταν άνω του 60% του ΑΕΠ στην Κροατία και την Ουγγαρία, ενώ στις υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες τα επίπεδα χρέους ήταν χαμηλότερα ή αρκετά χαμηλότερα από αυτό το όριο (βλ. Πίνακα 3.1 και Διάγραμμα 3.3). Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 ήταν άνω του επιπέδου του 2019 σε όλες τις υπό εξέταση χώρες, κυρίως εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Ο λόγος του χρέους αυξήθηκε κατά 13,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στη Ρουμανία, 11,8 στην Τσεχία, 11,3 στην Ουγγαρία, 8,7 στην Κροατία, 8,2 στην Πολωνία, 5,1 στη Βουλγαρία και 1,8 στη Σουηδία. Από μια πιο μακροχρόνια σκοπιά, μεταξύ 2012 και 2021 ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ αυξήθηκε έντονα στην Ρουμανία (κατά 11,7 ποσοστιαίες μονάδες) και την Κροατία (κατά 10,4 ποσοστιαίες μονάδες) και αυξήθηκε σημαντικά στη Βουλγαρία (κατά 8,5 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ υποχώρησε στις υπόλοιπες χώρες.
Για το 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ σε τρεις χώρες. Ενώ ο λόγος του χρέους αναμένεται να μειωθεί σε τέσσερις χώρες, προβλέπεται να αυξηθεί συγκρατημένα στη Βουλγαρία και την Τσεχία και σημαντικά στη Ρουμανία Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Επιτροπής, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει το 2022 κάτω ή αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς 60% σε όλες τις χώρες πλην της Κροατίας και της Ουγγαρίας.
Παρότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι αρκετές χώρες δεν είχαν εκπληρώσει τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους το 2021, αποφάσισε να μην ενεργοποιήσει νέες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος. Στις 23 Μαΐου 2022 δημοσίευσε έκθεση κατά το άρθρο 126(3) της Συνθήκης βάσει στοιχείων που επικύρωσε η Eurostat στις 22 Απριλίου 2021.[172] Διαπίστωσε ότι το 2021 το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ στη Βουλγαρία, την Τσεχία και την Ουγγαρία. Διαπίστωσε επίσης ότι η Πολωνία προέβλεπε έλλειμμα άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς το 2022. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρήθηκε έκτακτη, όπως ορίζεται στη Συνθήκη, σε όλες τις υπό εξέταση χώρες, και δεν αναμενόταν να είναι προσωρινή την Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία. Συνολικά, από την ανάλυση προέκυψε ότι η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία δεν πληρούσαν το κριτήριο του ελλείμματος. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης υπερέβαινε την τιμή αναφοράς 60% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 στην Κροατία και την Ουγγαρία και ότι, από αυτές τις δύο χώρες, μόνο η Κροατία είχε συμμορφωθεί προς το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους. Συνεπώς, η ανάλυση της Επιτροπής υποδηλώνει ότι το κριτήριο του χρέους δεν εκπληρώθηκε από την Ουγγαρία. Εντούτοις, κατά την άποψη της Επιτροπής, η συμμόρφωση προς το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους δεν ήταν σκόπιμο να επιβληθεί υπό τις τρέχουσες έκτακτες οικονομικές συνθήκες, καθώς θα απαιτούσε πολύ μεγάλη εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσπάθεια που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ανάπτυξη. Επίσης, η έκθεση της Επιτροπής τόνισε ότι η πανδημία συνέχιζε να ασκεί έκτακτες μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιδράσεις οι οποίες, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιούργησαν εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα που δυσχέρανε μεταξύ άλλων τη χάραξη λεπτομερούς πορείας δημοσιονομικής προσαρμογής. Πέραν τούτου, η πανδημία και η συνακόλουθη σοβαρή οικονομική ύφεση οδήγησαν στην ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και στις συστάσεις του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020, όπου το Συμβούλιο συνέστησε σε όλα τα κράτη-μέλη να λάβουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την πανδημίας, να στηρίξουν την οικονομία και να υποβοηθήσουν την επακόλουθη ανάκαμψη. Γι’ αυτό και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την Ανακοίνωση της 23ης Μαΐου2022,[173] δήλωσε ότι επί του παρόντος δεν προτείνει ενεργοποίηση νέων διαδικασιών υπερβολικού ελλείμματος, επιφυλασσόμενη να επανέλθει στο ζήτημα αυτό το φθινόπωρο του 2022.
Όσον αφορά το μέλλον, ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα στην εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση, είναι απαραίτητο οι υπό εξέταση χώρες να επιτύχουν ή/και να διατηρήσουν δημοσιονομική ισορροπία. Η Ρουμανία, η οποία έχει υπαχθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, πρέπει να διασφαλίσει τη συμμόρφωση προς τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα έως το 2024. Οι άλλες χώρες πρέπει να επαναφέρουν τα δημοσιονομικά τους αποτελέσματα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% όταν το επιτρέψουν οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας και να δημιουργήσουν τα αναγκαία αποθέματα ασφαλείας που θα επιτρέψουν τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών. Επιπλέον, η Κροατία και η Ουγγαρία, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ των οποίων υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο λόγος αυτός μειώνεται επαρκώς ώστε να είναι δυνατή η συσσώρευση δημοσιονομικών αποθεμάτων ασφαλείας προς χρήση σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης. Η αξιολόγηση της μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι και τα τρία τελευταία έτη (2020, 2021, 2022) έχει εφαρμοστεί η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αναμένεται δε να παραμείνει σε ισχύ το 2023. Για το 2023 η Επιτροπή παρείχε καθοδήγηση για τις δημοσιονομικές πολιτικές στην ΕΕ η οποία είναι εν πολλοίς ποιοτικής φύσεως και διαφέρει από τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες τους οποίους θα συνεπαγόταν υπό κανονικές συνθήκες το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Αυτό αντανακλά την υπο εξέλιξη επανεξέταση του πλαισίου για την οικονομική διακυβέρνηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ελλείψει αριθμητικών κανόνων δημοσιονομικής προσαρμογής, η αξιολόγηση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα πρέπει να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ικανότητα των χωρών να διορθώσουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες. Γενικότερα, η περαιτέρω προσαρμογή θα διευκόλυνε την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προκλήσεων που συνδέονται με τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις. Ένα ισχυρό εθνικό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους κανόνες της ΕΕ και εφαρμόζεται αποτελεσματικά, θα διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή και θα περιόριζε τις υπερβάσεις των δημόσιων δαπανών, ενώ παράλληλα θα βοηθούσε να αποτραπεί η επανεμφάνιση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Γενικά, η στρατηγική δημοσιονομικής πολιτικής κάθε χώρας θα πρέπει να είναι συμβατή με ένα συνολικό πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και της απασχόλησης. Το πρόγραμμα NGEU πρέπει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά προκειμένου να υποστηριχθεί η ανάκαμψη και να προσαρμοστούν οι οικονομίες στις συντελούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.[174]
3.3 Το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας
Κατά τον χρόνο δημοσίευσης της παρούσας έκθεσης, στον ΜΣΙ συμμετείχαν το λεβ Βουλγαρίας και το κούνα Κροατίας. Τα άλλα υπό εξέταση κράτη-μέλη λειτουργούν υπό διάφορα συναλλαγματικά καθεστώτα.
Στις 10 Ιουλίου 2020 οι χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν στον ΜΣΙ ΙΙ το λεβ Βουλγαρίας, το οποίο συνεπώς συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετίας αναφοράς (26 Μαΐου 2020-25 Μαΐου 2022). Το λεβ Βουλγαρίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά ευρώ με τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η Βουλγαρία εντάχθηκε στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το υφιστάμενο καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος ως μονομερής δέσμευση και, συνεπώς, δεν επιβλήθηκαν πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Βουλγαρίας (ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του λεβ στον ΜΣΙ ΙΙ) και με σκοπό να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως την υιοθέτηση του ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας η καθεμία στο πεδίο αρμοδιότητάς της, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και από δευτερογενή νομοθεσία. Κατά την περίοδο αναφοράς, το λεβ δεν παρουσίαση απόκλιση από την κεντρική του ισοτιμία.
Στις 10 Ιουλίου 2020 τα συμβαλλόμενα μέρη του ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν το κούνα Κροατίας στον ΜΣΙ ΙΙ, το οποίο συνεπώς συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετούς περιόδου αναφοράς (26 Μαΐου 2020-25 Μαΐου 2022). Το κούνα Κροατίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 7,53450 κούνα ανά ευρώ με κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Κροατίας και (ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του κούνα στον ΜΣΙ ΙΙ) με σκοπό να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως την υιοθέτηση του ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας η καθεμία στο πεδίο αρμοδιότητάς της, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και από δευτερογενή νομοθεσία. Παρά το ότι ολοκληρώθηκαν όλα τα παραδοτέα που προέβλεπαν οι δεσμεύσεις μετά την ένταξη στον ΜΣΙ ΙΙ, πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, όπως επισημάνθηκε στην πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής MONEYVAL του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κατά την περίοδο αναφοράς, η συναλλαγματική ισοτιμία του κούνα Κροατίας επέδειξε χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας και διαμορφώθηκε πλησίον της κεντρικής. Οι αποκλίσεις από την κεντρική ισοτιμία ήταν σημαντικά μικρότερες από τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης του ΜΣΙ II.
Τα νομίσματα που δεν συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ λειτούργησαν υπό καθεστώς ευέλικτης ή ελεγχόμενης διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, παρουσιάζοντας σχετικά υψηλή μεταβλητότητα στις περισσότερες χώρες. Το λέι Ρουμανίας, το , οποίο λειτούργησε υπό καθεστώς ελεγχόμενης διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, επέδειξε πολύ χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας, ενώ τα άλλα εκτός ΜΣΙ ΙΙ νομίσματα λειτούργησαν υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας με σχετικά υψηλό βαθμό μεταβλητότητας της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
3.4 Το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
Κατά την περίοδο αναφοράς, σε δύο από τις επτά εξεταζόμενες χώρες το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ήταν υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 2,6% και σε μία χώρα ήταν μόλις άνω της τιμής αναφοράς. Οι χώρες με τα χαμηλότερα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν η Σουηδία, η Βουλγαρία και η Κροατία, με 0,4% 0,5% και 0,8% αντίστοιχα. Η Τσεχία κατέγραψε μέσο επιτόκιο μόλις κάτω από την τιμή αναφοράς 2,5%, ενώ η Πολωνία και η Ουγγαρία παρέμεινε άνω στο 3,0% και 4,1% αντίστοιχα. Στη Ρουμανία, το μέσο επιτόκιο ήταν αρκετά άνω της τιμής αναφοράς 2,6% (4,7%). Από το δ΄ τρίμηνο του 2021 καταγράφεται αξιοσημείωτη αύξηση του δωδεκάμηνου μέσου όρου των μακροπρόθεσμων επιτοκίων σε όλες σχεδόν τις χώρες, λόγω των αυξημένων πληθωριστικών πιέσεων και των επιπτώσεων της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης. Η μελλοντική δυναμική των μακροπρόθεσμων επιτοκίων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, δεδομένου του υψηλού επιπέδου αβεβαιότητας σχετικά με τη διάρκεια της αρχικής διαταραχής και τις επιδράσεις της στις εξελίξεις των τιμών και στην οικονομική δραστηριότητα.
Σε σχέση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2020, οι διαφορές των μακροπρόθεσμων επιτοκίων έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ διευρύνθηκαν σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Αυτό οφείλεται στις συνέπειες που είχε η πανδημία για τη δημοσιονομική και τη νομισματική πολιτική, καθώς και στην κυκλική θέση ορισμένων χωρών σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, στην ταχύτερη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και στις ισχυρότερες ανοδικές πιέσεις στις τιμές. Ωστόσο, οι διαφορές των μακροπρόθεσμων επιτοκίων εξακολουθούν να ποικίλουν σημαντικά μεταξύ των υπό εξέταση χωρών, αντανακλώντας διαφορές τόσο στις κυκλικές θέσεις των χωρών όσο και στις αξιολογήσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών για τις εξωτερικές και εσωτερικές ευπάθειές τους, συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων στις δημοσιονομικές επιδόσεις και τις προοπτικές διατηρήσιμης σύγκλισης. Τον Απρίλιο του 2022, στη Σουηδία και τη Βουλγαρία, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο ήταν υψηλότερο από το επίπεδο της ζώνης του ευρώ κατά 10 και 20 μονάδες βάσης αντίστοιχα Η Σουηδία είναι μια ανεπτυγμένη οικονομία, το χρηματοπιστωτικό σύστημα της οποίας είναι σε υψηλό βαθμό ενοποιημένο με τη ζώνη του ευρώ, ενώ το τραπεζικό σύστημα της Βουλγαρίας ανήκει ως επί το πλείστον σε τράπεζες με έδρα στη ζώνη του ευρώ και η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος το οποίο εισάγει de facto τις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ. Η Τσεχία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία κατέγραψαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις της διαφοράς επιτοκίων κατά την εξεταζόμενη περίοδο, που κυμαίνονται μεταξύ 170 και 350 μονάδων βάσης. Μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών, η Ουγγαρία και η Ρουμανία κατέγραψαν τη μεγαλύτερη διαφορά επιτοκίων, 520 μονάδες βάσης και στις δύο χώρες στο τέλος της περιόδου αναφοράς.
3.5 Άλλοι σχετικοί παράγοντες
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες είχαν σημειώσει πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, έως ότου η διαδικασία διόρθωσης διακόπηκε από την πανδημική διαταραχή. Στην Έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφέρεται συγκεκριμένα στη μείωση των λόγων χρέους προς το ΑΕΠ εν μέσω ευνοϊκών μακροοικονομικών συνθηκών το 2021. Κατέληξε δε στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις για την Κροατία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Όσον αφορά την Κροατία, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ανισορροπίες που συνδέονταν με τα υψηλά επίπεδα εξωτερικού χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, υπό συνθήκες χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης συνέχισαν να υποχωρούν το 2021, επανερχόμενες στις ευνοϊκές προ πανδημίας τάσεις τους. Για τη Ρουμανία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η χώρα εισήλθε στην πανδημική κρίση έχοντας ήδη ευπάθειες που συνδέονταν με το διευρυνόμενο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινούμενη εξωτερική θέση και σημαντικές απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους. Με την πανδημική κρίση, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε, αν και από χαμηλά επίπεδα. Στην περίπτωση της Σουηδίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η χώρα εισήλθε στην πανδημική κρίση έχοντας ευπάθειες που συνδέονταν με κινδύνους λόγω φαινομένων υπερτίμησης στις αγορές κατοικιών, σε συνδυασμό με υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών. Με την πανδημική κρίση, οι λόγοι του ιδιωτικού χρέους, οι τιμές των κατοικιών και το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκαν. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες δεν εμφανίζουν ανισορροπίες, ωστόσο και αυτές βρίσκονται αντιμέτωπες με διάφορες προκλήσεις.
Η εξωτερική θέση των περισσότερων υπό εξέταση χωρών σταθεροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια. Ο πίνακας αποτελεσμάτων της Διαδικασίας Μακροοικονομικών Ανισορροπιών (ΔΜΑ) δείχνει κατά μέσο όρο τριετίας ότι το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμεινε πλεονασματικό το 2020 και το 2021 σε όλες σχεδόν τις υπό εξέταση χώρες, με εξαίρεση την Ουγγαρία, η οποία κατέγραψε μικρό έλλειμμα, και τη Ρουμανία, όπου το έλλειμμα αυξήθηκε περαιτέρω (βλ. Πίνακα 3.2).
Σε όλες σχεδόν τις επισκοπούμενες χώρες, η αρνητική διεθνής επενδυτική θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε, αλλά παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι καθαρές υποχρεώσεις των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έναντι του εξωτερικού προέρχονται κυρίως από ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες θεωρείται ότι αποτελούν σταθερή μορφή χρηματοδότησης. Το 2021 η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση υπερέβη το ενδεικτικό όριο -35% του ΑΕΠ στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία. Τα χαμηλότερα επίπεδα καθαρών υποχρεώσεων έναντι του εξωτερικού κατέγραψαν η Τσεχία (15,6% του ΑΕΠ) και η Βουλγαρία (19,8%), ενώ η Σουηδία κατέγραψε θετική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (17,8% του ΑΕΠ).
Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους, μεταξύ 2019 και 2021 οι πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες με βάση τον ΕνΔΤΚ ανατιμήθηκαν σε διαφορετικό βαθμό στις περισσότερες από τις υπό εξέταση χώρες, με μοναδική εξαίρεση τη Σουηδία. Ο ρυθμός αύξησης τριών ετών του μοναδιαίου κόστους εργασίας, ο οποίος τα χρόνια πριν από την πανδημία της COVID-19 βρισκόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα σε όλες σχεδόν τις εξεταζόμενες χώρες, επιβραδύνθηκε αλλά εξακολούθησε να υπερβαίνει το ενδεικτικό όριο 12% στη Βουλγαρία, την Τσεχία και την Ουγγαρία. Κατά την πενταετία από το 2016 έως το 2021 οι περισσότερες χώρες αύξησαν τα εξαγωγικά μερίδια αγοράς τους.
Οι τιμές των κατοικιών εξακολούθησαν να αυξάνονται σε όλες τις επισκοπούμενες χώρες. Στις αγορές κατοικιών της ΕΕ, οι ανοδικές τάσεις που καταγράφονταν ήδη πριν από την πανδημία επιταχύνθηκαν το 2020 και το 2021 και διάφορες χώρες εμφάνισαν κινδύνους υπερτίμησης. Αυτό προκαλεί ανησυχίες, ιδίως σε χώρες όπου το χρέος των νοικοκυριών είναι υψηλό ή αυξάνεται γρήγορα. Σε ορισμένες υπό εξέταση χώρες, οι τιμές των κατοικιών επιταχύνθηκαν περαιτέρω και κατέγραψαν τους υψηλότερους ρυθμούς αύξησης μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Στην Τσεχία, την Ουγγαρία και τη Σουηδία, οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με ρυθμό που υπερέβαινε το ενδεικτικό όριο του 6% το 2021. Η άνοδος των τιμών των κατοικιών οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που τροφοδοτούν τη ζήτηση και περιορίζουν την προσφορά. Οι προοπτικές της αγοράς κατοικιών εξακολουθούν να υπόκεινται σε αβεβαιότητες που σχετίζονται με την πανδημία και τις πιθανές μακροοικονομικές εξελίξεις.
Πίνακας 3.2
Πίνακας αποτελεσμάτων για την εποπτεία των μακροοικονομικών ανισορροπιών
Η σχετικά μακρά περίοδος πιστωτικής επέκτασης που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης επιβάρυνε τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα με υψηλά επίπεδα συσσωρευμένου χρέους – που όμως μειώνονται με ήπιο ρυθμό – σε μερικές από τις υπό εξέταση χώρες. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μείζονος σημασίας ευπάθεια, αν και η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα έχει μετριαστεί και σε καμία υπό εξέταση χώρα δεν υπερβαίνει το ενδεικτικό όριο του 14%. Η Σουηδία όμως συνέχισε να καταγράφει ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο χρέους του ιδιωτικού τομέα, πάνω από το 200% του ΑΕΠ το 2020.
Οι πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στις υπό εξέταση χώρες θα πρέπει να αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας συμβάλλει θετικά στη διατηρήσιμη οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, ενώ οι πολιτικές για την εποπτεία πρέπει να προσανατολίζονται προς τη δημιουργία ενός οικονομικά εύρωστου και ανθεκτικού τραπεζικού συστήματος, που είναι προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ). Προκειμένου να στηρίξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών. Με τη θέση σε ισχύ των πλαισίων στενής συνεργασίας με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) and την Hrvatska narodna banka την 1η Οκτωβρίου 2020, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για (α) την άμεση εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων στις δύο χώρες, (β) τις κοινές διαδικασίες για όλα τα εποπτευόμενα ιδρύματα και (γ) την επίβλεψη των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων στις δύο χώρες, τα οποία εξακολουθούν να εποπτεύονται από τις εθνικές αρχές εποπτείας. Μετά τη θέσπιση στενής συνεργασίας με την Българска народна банка (Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας) και την Hrvatska narodna banka, η ΕΚΤ συνεργάζεται στενά μαζί τους για να διασφαλίσει την ομαλή ένταξή τους στον ΕΕΜ.
Τα ποσοστά ανεργίας συνέχισαν την καθοδική τους πορεία σε όλες σχεδόν τις υπό εξέταση χώρες, υποβοηθούμενα από σχήματα διαθεσιμότητας των εργαζομένων και άλλα μέτρα πολιτικής που εφάρμοσαν οι κυβερνήσεις στη διάρκεια της πανδημίας. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε περαιτέρω στις περισσότερες χώρες πλην της Σουηδίας και παραμένει κάτω από το ενδεικτικό όριο 10% σε όλες τις υπό εξέταση χώρες. Η Τσεχία, η Ουγγαρία και η Πολωνία κατέγραψαν ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας και ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερες ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένα τμήματα της αγοράς εργασίας.
Η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού περιβάλλοντος είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται σε σχέση με τη διατηρησιμότητα της οικονομικής ολοκλήρωσης και σύγκλισης. Η χαμηλή ποιότητα των θεσμών και η ανεπαρκής διακυβέρνηση είναι δυνατόν να αντανακλούν π.χ. αδυναμίες στο επιχειρηματικό περιβάλλον, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, φοροδιαφυγή, διαφθορά, ύπαρξη κοινωνικών αποκλεισμών, έλλειψη διαφάνειας, έλλειψη ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας ή/και χαμηλή πρόσβαση σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες. Σε αρκετές χώρες, η βελτίωση της ποιότητας των θεσμών θα βοηθούσε να εξαλειφθούν οι υπάρχουσες δυσκαμψίες και οι παράγοντες που εμποδίζουν την αποτελεσματική χρήση και κατανομή των συντελεστών παραγωγής, ενισχύοντας έτσι το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό. Ένα αδύναμο θεσμικό περιβάλλον, στον βαθμό που εμποδίζει την αύξηση του δυνητικού προϊόντος, ενδέχεται επίσης να υπονομεύσει τη δυνατότητα μιας χώρας να εξυπηρετεί το χρέος της και να δυσχεράνει την οικονομική προσαρμογή. Μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα μιας χώρας να εφαρμόσει αναγκαία μέτρα πολιτικής.
Σε όλες τις υπό εξέταση χώρες εκτός της Σουηδίας, η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης είναι σχετικά χαμηλή - ιδίως στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία και την Ουγγαρία. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την οικονομική ανθεκτικότητα και τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Επιμέρους δείκτες που μετρούν την ποιότητα του θεσμικού περιβάλλοντος επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές τη συνολική εικόνα χαμηλής ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης στις περισσότερες χώρες, παρότι υπάρχουν ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές (βλ. Διαγράμματα 3.8 και 3.9).[175] Από αυτή την άποψη, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και η Ουγγαρία είναι μεταξύ των χωρών που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις εντός της ΕΕ.
Διάγραμμα 3.8
Γενική κατάταξη των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των θεσμών
Διάγραμμα 3.9
Κατάταξη των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των θεσμών ανά επιμέρους δείκτη
Στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες απαιτούνται ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα. Η βελτίωση των τοπικών θεσμών, της διακυβέρνησης και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την περαιτέρω πρόοδο ως προς την ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και την αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα συμβάλουν στην επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας. Αυτό με τη σειρά του θα συνέβαλλε στην ενίσχυση του ανταγωνισμού σε νευραλγικούς ρυθμιζόμενους τομείς (π.χ. ενέργεια και μεταφορές), περιορίζοντας τους φραγμούς εισόδου στην αγορά και ενθαρρύνοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις που τόσο έχουν ανάγκη οι χώρες.
Τέλος, τα θεσμικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων έχουν εξίσου ζωτική σημασία ως παράγοντες που στηρίζουν μια ομαλή διαδικασία σύγκλισης. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, για τη νομική αυτοτέλεια της εθνικής στατιστικής αρχής, τη διοικητική της επίβλεψη και την αυτονομία του προϋπολογισμού της, τη νομική βάση της εντολής της να συλλέγει στοιχεία και τις νομικές διατάξεις περί στατιστικού απορρήτου, που περιγράφονται αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο 6 (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
4 Περιλήψεις κατά χώρα
4.1 Βουλγαρία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Βουλγαρία ήταν 5,9%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -1,7% και 5,9%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 0,9%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Βουλγαρία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα στη Βουλγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Βουλγαρίας ήταν αρκετά άνω της τιμής αναφοράς 3% το 2021, ενώ ο λόγος χρέους/ΑΕΠ ήταν αρκετά κάτω από την τιμή αναφοράς 60%. Η Βουλγαρία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2012. Τον Μάιο του 2020, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρήθηκε έκτακτη και προσωρινή, Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα, τη συμφωνηθείσα απόκριση της δημοσιονομικής πολιτικής στην πανδημική κρίση σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στην παρούσα συγκυρία δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέας ΔΥΕ. Από το 2012 έως το 2019, πριν από την πανδημική κρίση, η Βουλγαρία εκπλήρωνε άνετα τα κριτήρια του ελλείμματος (με μόνη εξαίρεση το 2014) και του χρέους. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης από το 2022, χάρη στη συνδυασμένη επίδραση της βελτιωμένης οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής άρσης των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, καθώς και στη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα εξακολουθεί να αναμένεται ότι θα παραμείνει άνω του 3% του ΑΕΠ το 2022 και θα υποχωρήσει κάτω από το όριο αυτό το 2023. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Βουλγαρία αντιμετωπίζει μεσαίου ύψους κινδύνους βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεσομακροπρόθεσμα. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Στις 10 Ιουλίου 2020 οι χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν το λεβ Βουλγαρίας στον ΜΣΙ ΙΙ, το οποίο συνεπώς συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετούς περιόδου αναφοράς (26 Μάϊου 2020-25 Μάϊου 2022). Το λεβ Βουλγαρίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 1,95583 λεβ ανά ευρώ με κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η Βουλγαρία εντάχθηκε στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση το υφιστάμενο καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος ως μονομερής δέσμευση και, συνεπώς, δεν επιβλήθηκαν πρόσθετες υποχρεώσεις για την ΕΚΤ Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Βουλγαρίας, ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του λεβ στον ΜΣΙ ΙΙ, με σκοπό να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως την υιοθέτηση του ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας η καθεμία στο πεδίο αρμοδιότητάς της, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και από δευτερογενή νομοθεσία. Κατά την περίοδο αναφοράς, το λεβ δεν επέδειξε παρέκκλιση από την κεντρική του ισοτιμία. Τον Ιούλιο του 2020 η Българска народна банка (η εθνική τράπεζα της Βουλγαρίας) συνήψε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία μπορούσε να δανειστεί έως 2 δισεκ. ευρώ με αντάλλαγμα λεβ Βουλγαρίας για να αντιμετωπίσει τις τυχόν ανάγκες ρευστότητας σε ευρώ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Βουλγαρίας λόγω της πανδημίας. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού κίνδυνοι για τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και την της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία διαμορφώθηκαν σε 0,5% κατά μέσο όρο, δηλ. ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο σύγκλισης που αφορά τα επιτόκια. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία έχουν μειωθεί από το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από 5,3% σε 0,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Βουλγαρία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Βουλγαρία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022. Η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ευρείας κλίμακας για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανθεκτικότητας, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης στη Βουλγαρία θα συνέβαλε σημαντικά στη διατηρησιμότητα της σύγκλισης και της οικονομικής ανθεκτικότητας. Η σύγκλιση στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας που έχει επιτευχθεί με βάση το πλαίσιο στενής συνεργασίας διασφαλίζει την εφαρμογή ομοιόμορφων εποπτικών προτύπων και συμβάλλει έτσι στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Με τη θέση σε ισχύ του εν λόγω πλαισίου μεταξύ της ΕΚΤ και της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας την 1η Οκτωβρίου 2020, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για την άμεση εποπτεία πέντε σημαντικών ιδρυμάτων και την επίβλεψη 13 λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων στη Βουλγαρία.
Η νομοθεσία της Βουλγαρίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Βουλγαρία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.2 Τσεχία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Τσεχία ήταν 6,2%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ 0,2% και 6,2%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 2,0%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Τσεχία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι σχετικά χαμηλότερα στην Τσεχία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός εάν αυτό αντισταθμιστεί με ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Τσεχίας ήταν αρκετά άνω της τιμής αναφοράς 3% το 2021, ενώ ο λόγος χρέους/ΑΕΠ ήταν κάτω από την τιμή αναφοράς 60%. Η Τσεχία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2014. Τον Μάιο του 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2021 ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρήθηκε έκτακτη αλλά όχι προσωρινή, Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα, τη συμφωνηθείσα απόκριση της δημοσιονομικής πολιτικής στην πανδημική κρίση, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στην παρούσα συγκυρία δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέας ΔΥΕ. Κατά την περίοδο πριν από την κρίση της COVID-19, εκπλήρωνε άνετα τα κριτήρια του ελλείμματος και του χρέους. Ενώ οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπουν βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης από το 2022, χάρη στη συνδυασμένη επίδραση της βελτιωμένης οικονομικής δραστηριότητας και της σταδιακής άρσης των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα εξακολουθεί να αναμένεται ότι θα παραμείνει άνω του 3% του ΑΕΠ έως το τέλος του χρονικού ορίζοντα προβλέψεων το 2023. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Τσεχία αντιμετωπίζει μεσαίου ύψους κινδύνους βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, διαπιστώθηκε ότι αντιμετωπίζει υψηλούς κινδύνους, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών πιέσεων που προέρχονται από τη γήρανση του πληθυσμού και την αρχική δημοσιονομική θέση. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς (26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022) η κορώνα Τσεχίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά λειτουργούσε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Τσεχίας παρουσίασε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 25 Μαΐου 2022 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 24,6480 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. 9,6% πάνω από το μέσο επίπεδο του Μαΐου 2020.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη την Τσεχία διαμορφώθηκαν σε 2,5% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν μόλις χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Τσεχία έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από το 3,5% στο 2,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση στην Τσεχία απαιτεί την άσκηση στοχευμένων οικονομικών πολιτικών, συμπεριλαμβανομένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προσανατολισμένων στην ενίσχυση της σταθερότητας των τιμών και της μακροοικονομικής σταθερότητας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Τσεχία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022. Οι μεσομακροπρόθεσμες ευπάθειες αφορούν τη βιωσιμότητα του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου της χώρας και την άτακτη ανακατανομή κεφαλαίων και παραγωγικού δυναμικού στην οικονομία, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν ασφυξία στην ανάπτυξη τομέων που έχουν ήδη πληγεί από την πανδημία. Η οικονομική και η χρηματοοικονομική πολιτική θα πρέπει να στοχεύουν στη βελτίωση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας με κατάλληλη ανακατανομή των κεφαλαίων. Προς τον σκοπό αυτό, θα είναι σημαντικό να ενισχυθεί η διοικητική και θεσμική επάρκεια (π.χ. σε τομείς όπως η διακυβέρνηση και η αφερεγγυότητα) και να αντιμετωπιστούν οι ανεπάρκειες στο επιχειρηματικό περιβάλλον που ασκούν αρνητική επίδραση στη δυνητική ανάπτυξη παρεμποδίζοντας την καινοτομία και την ανάπτυξη νέων επιχειρήσεων. Θα πρέπει επίσης να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού και δεξιοτήτων με στοχευμένες διαρθρωτικές πολιτικές και επενδύσεις και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση μέσω έκδοσης μετοχών και κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών ώστε να βελτιωθεί το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας. Προκειμένου να στηρίξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Τσεχίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Τσεχία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.3 Κροατία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Κροατία ήταν 4,7%, δηλ. χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,8% και 4,7%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,1%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Κροατία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι στην Κροατία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Κροατίας ήταν μόλις κάτω από την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα (3%) το 2021, ενώ ο λόγος του χρέους της ήταν άνω της τιμής αναφοράς 60% αλλά σε καθοδική πορεία. Η Κροατία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το Ιούνιο του 2017. Καθώς ο λόγος του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ ήταν κάτω από την τιμή αναφοράς 3% το 2021 και προβλέπεται να παραμείνει σε τέτοιο επίπεδο το 2022, εκπληρώθηκε το κριτήριο για το έλλειμμα. Ο λόγος του χρέους ήταν 79,8% του ΑΕΠ το 2021, αλλά αντιπροσώπευε μείωση κατά 7,5 ποσοστιαίες μονάδες περίπου σε σχέση με το ανώτατο επίπεδο 87,3% του ΑΕΠ που είχε καταγραφεί το 2020, και συμμορφώθηκε με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους, υποδηλώνοντας συμμόρφωση με το κριτήριο του χρέους. Το κριτήριο για το έλλειμμα εκπληρώθηκε και ο λόγος του χρέους μειώθηκε στην Κροατία την περίοδο 2017-19. Για το 2020 ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε τον Ιούνιο του 2021 ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρήθηκε έκτακτη, αλλά όχι προσωρινή, Επιπλέον, το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Κροατίας υπερέβη την τιμή αναφοράς 60% του ΑΕΠ και δεν υποχώρησε με ικανοποιητικό ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα, τη συμφωνηθείσα απόκριση της δημοσιονομικής πολιτικής στην πανδημική κρίση και τις συστάσεις του Συμβουλίου της 20ής Ιουλίου 2020, στην παρούσα συγκυρία δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέας ΔΥΕ. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνουν συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής διατηρησιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Κροατία αντιμετωπίζει μεσαίου ύψους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να παραμείνει ευέλικτη δεδομένης της γεωπολιτικής κατάστασης, είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και καλά στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και να τεθεί ο λόγος του χρέους σε συνεχή καθοδική τροχιά.
Στις 10 Ιουλίου 2020 οι χώρες που συμμετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ αποφάσισαν, με αμοιβαία συμφωνία, να συμπεριλάβουν το κούνα Κροατίας στον ΜΣΙ ΙΙ, το οποίο συνεπώς συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ κατά το μεγαλύτερο μέρος της διετούς περιόδου αναφοράς (26 Μάϊου 2020-25 Μάϊου 2022). Το κούνα Κροατίας εντάχθηκε στον ΜΣΙ ΙΙ με κεντρική ισοτιμία 7,53450 κούνα ανά ευρώ με κανονικά περιθώρια διακύμανσης ±15%. Η συμφωνία συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ βασίστηκε σε μια σειρά δεσμεύσεων πολιτικής εκ μέρους των αρχών της Κροατίας, ορισμένες από τις οποίες είχαν ήδη εκπληρωθεί κατά την ένταξη του κούνα στον ΜΣΙ ΙΙ, με σκοπό να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης έως ότου υιοθετηθεί το ευρώ. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική εκπλήρωση αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο της αντίστοιχης περιοχής αρμοδιότητάς τους, όπως προβλέπεται από τις Συνθήκες και τη δευτερογενή νομοθεσία. Κατά την περίοδο αναφοράς, η συναλλαγματική ισοτιμία του κούνα Κροατίας επέδειξε χαμηλό βαθμό μεταβλητότητας και διαμορφώθηκε πλησίον της κεντρικής. Οι αποκλίσεις από την κεντρική ισοτιμία ήταν σημαντικά μικρότερες από το κανονικό περιθώριο διακύμανσης του ΜΣΙ II. Στις 25 Μαΐου 2022 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 7,5355 κούνα ανά ευρώ, δηλ. σχεδόν στο επίπεδο της κεντρικής ισοτιμίας του στον ΜΣΙ ΙΙ. Τον Απρίλιο του 2020 η Hrvatska narodna banka συνήψε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ, με βάση την οποία μπορούσε να δανειστεί έως 2 δισεκ. ευρώ με αντάλλαγμα κούνα Κροατίας για να αντιμετωπίσει τις τυχόν ανάγκες ρευστότητας σε ευρώ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Κροατίας εξαιτίας της πανδημίας. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Κροατία διαμορφώθηκαν σε 0,8% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Κροατία έχουν μειωθεί από το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα ελαφρώς κάτω του 7% σε επίπεδα κάτω του 1,0%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Κροατία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε την Κροατία για εμπεριστατωμένη επισκόπηση στην Έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης 2022, όπου υπογραμμίστηκε ότι οι ανισορροπίες που συνδέονταν με υψηλά επίπεδα εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε περιβάλλον χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης συνέχισαν να υποχωρούν το 2021. Η Κροατία θα επωφεληθεί από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση του θεσμικού και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, στη μείωση των αναντιστοιχιών στην αγορά εργασίας και των περιορισμών της προσφοράς εργασίας, και στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και του δικαστικού συστήματος. Με τη θέση σε ισχύ του πλαισίου στενής συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και της Hrvatska narodna banka την 1η Οκτωβρίου 2020, η ΕΚΤ ανέλαβε την ευθύνη για την άμεση εποπτεία οκτώ σημαντικών ιδρυμάτων και την επίβλεψη 15 λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων στη Κροατία.
Η νομοθεσία της Κροατίας είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό, όπως ορίζεται στο άρθρο 131 της Συνθήκης.
4.4 Ουγγαρία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Ουγγαρία ήταν 6,8%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,3% και 6,8%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν αυξημένος και διαμορφώθηκε στο 2,5%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Ουγγαρία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα στην Ουγγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός εάν αυτό αντισταθμιστεί με ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Ουγγαρίας ήταν αρκετά υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 3% το 2021 και ο λόγος του χρέους της ήταν άνω της τιμής αναφοράς 60%. Η Ουγγαρία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2013. Για το 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ. Η υπέρβαση της τιμής αναφοράς θεωρήθηκε έκτακτη, αλλά όχι προσωρινή, Επιπλέον, το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Ουγγαρίας υπερέβη την τιμή αναφοράς 60% του ΑΕΠ και δεν υποχώρησε με ικανοποιητικό ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα, τη συμφωνηθείσα απόκριση της δημοσιονομικής πολιτικής στην πανδημική κρίση, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στην παρούσα συγκυρία δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέας ΔΥΕ. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνουν βελτίωση του ελλείμματος της Ουγγαρίας, μετά την έντονη επιδείνωση που καταγράφτηκε το 2020 και το 2021, αλλά το έλλειμμα προβλέπεται να παραμείνει αρκετά υψηλότερο από το 3% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής διατηρησιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ουγγαρία αντιμετωπίζει μεσαίου ύψους κινδύνους δημοσιονομικών πιέσεων μεσοπρόθεσμα και μεγάλου ύψους κινδύνους μακροπρόθεσμα, καθώς η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί πρόκληση για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς (26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022) το φιορίνι Ουγγαρίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά λειτουργούσε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ουγγρικού νομίσματος έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 25 Μαΐου 2022 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 388,25 φιορίνια ανά ευρώ, δηλ. 10,7% κάτω από το μέσο επίπεδο του Μαΐου 2020. Τον Ιούνιο του 2020 η Magyar Nemzeti Bank συνήψε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως 4 δισεκ. ευρώ έναντι επαρκών εξασφαλίσεων σε ευρώ ώστε να παράσχει ρευστότητα σε ουγγρικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για να αντιμετωπιστούν δυνητικές ανάγκες λόγω της πανδημίας. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού κίνδυνοι για τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ουγγαρία διαμορφώθηκαν σε 4,1% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Ουγγαρία ακολουθούν καθοδική πορεία από το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από περίπου 8% σε περίπου 4%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Ουγγαρία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Ουγγαρία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022. Ωστόσο, στις 27 Απριλίου 2022 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο του γενικού καθεστώτος για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης, απέστειλε γραπτή κοινοποίηση στις ουγγρικές αρχές εκφράζοντας τον προβληματισμό της σχετικά με το σεβασμό προς το κράτος δικαίου που ήταν δυνατόν να οδηγήσει σε αναστολή ή μείωση της εκταμίευσης ευρωπαϊκών πόρων. Η Ουγγαρία θα μπορούσε να επωφεληθεί από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων θεσμών και της διοίκησης, καθώς και από την εφαρμογή επαρκών πολιτικών στις αγορές προϊόντων. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Ουγγαρίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ουγγαρία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.5 Πολωνία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Πολωνία ήταν 7,0%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,7% και 7,0%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,7%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Πολωνία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα στην Πολωνία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός εάν αυτό αντισταθμιστεί με ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Πολωνίας ήταν αρκετά χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς 3% το 2021 και ο λόγος του χρέους της ήταν χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Η Πολωνία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2015. Την περίοδο που ακολούθησε και μέχρι το 2019, εκπληρώθηκε το κριτήριο για το έλλειμμα και μειώθηκε ο λόγος του χρέους. Το 2021 καταγράφηκε έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ίσο προς 1,9% του ΑΕΠ. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα επιδεινωθεί σημαντικά το 2022 και το έλλειμμα θα διαμορφωθεί άνω της τιμής αναφοράς 3% εξαιτίας του κόστους αρωγής των Ουκρανών προσφύγων, των υψηλότερων δαπανών για τόκους, των πρόσκαιρων μέτρων αντιμετώπισης του υψηλού πληθωρισμού ενέργειας και ειδών διατροφής, και των χαμηλότερων εσόδων από τη μεταρρύθμιση της φορολογίας εισοδήματος. Τον Μάιο του 2022, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκρινε ότι η υπέρβαση της τιμής αναφοράς που σχεδίαζε η Πολωνία θα ήταν έκτακτη αλλά όχι προσωρινή. Παρ’ όλα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε από τη συνεχιζόμενη έκτακτη μακροοικονομική και δημοσιονομική επίδραση της πανδημίας, σε συνδυασμό με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Επιτροπή δεν πρότεινε την ενεργοποίηση νέων ΔΥΕ στην παρούσα φάση. Τον Ιούνιο του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης ήταν άνω και όχι πλησίον της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ, ενώ ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ παρέμεινε κάτω από το όριο του 60%. Παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή δεν ενεργοποίησε τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος λόγω της έκτακτης κατάστασης που διαμορφώθηκε λόγω της πανδημίας της COVID-19. Το 2021 το έλλειμμα μειώθηκε εξαιτίας της άρσης των περισσότερων έκτακτων μέτρων και, συνεπώς, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ υποχώρησε στο 53,8%. Εν τω μεταξύ, ο λόγος του δημόσιου χρέους προβλέπεται να βελτιωθεί σημαντικά και να παραμείνει χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Πολωνία αντιμετωπίζει μεσαίου ύψους κινδύνους βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών μεσομακροπρόθεσμα, λόγω των δημοσιονομικών πιέσεων που ασκεί η γήρανση του πληθυσμού και η δυσμενής αρχική δημοσιονομική θέση. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς (26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022) το ζλότυ Πολωνίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά λειτούργησε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ζλότυ Πολωνίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 25 Μαΐου 2022 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 4,6210 ζλότυ ανά ευρώ, δηλ. 2,1% κάτω από το μέσο επίπεδο του Μαΐου 2020. Στο τέλος του Μαρτίου 2022 η Narodowy Bank Polski συνήψε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως 10 δισεκ. ευρώ έναντι ζλότυ για την αντιμετώπιση δυνητικών αναγκών ρευστότητας σε ευρώ του πολωνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού κίνδυνοι για τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Πολωνία διαμορφώθηκαν σε 3,0% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Πολωνία έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα σχεδόν 6% σε 3%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση στην Πολωνία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και μέτρα πολιτικής για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Πολωνία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022. Είναι απαραίτητο να διαφυλαχθεί η σημερινή ισχυρή χρηματοοικονομική θέση του τραπεζικού τομέα ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των ξέων επενδυτών και να διασφαλιστεί η σημαντική συμβολή της στην οικονομική ανάπτυξη. Θα πρέπει να ενισχυθεί από καλά στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στη μείωση των τριβών στις αγορές εργασίας, στην ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και στην επιτάχυνση της καινοτομίας και του εκσυγχρονισμού των υποδομών. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Πολωνίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την εμπιστευτικότητα, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Πολωνία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.6 Ρουμανία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στην Ρουμανία ήταν 6,4%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -1,7% και 6,4%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 2,2%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Ρουμανία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα στη Ρουμανία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός εάν αυτό αντισταθμιστεί με ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτρέπεται η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από ενδεδειγμένες πολιτικές.
Αν και ο λόγος του ελλείμματος στη Ρουμανία ήταν πολύ υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 3% το 2021, η διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, η οποία ενεργοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2020, βρίσκεται σε αναστολή. Από τον Απρίλιο του 2020, η Ρουμανία υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, καθώς η δημοσιονομική θέση της υπερέβη την τιμή αναφοράς 3% το 2019. Το ονομαστικό έλλειμμα διαμορφώθηκε σε 7,1% του ΑΕΠ το 2021, βελτιωμένο σε σχέση με τον προτεινόμενο στόχο, και επετεύχθη η απαιτούμενη δημοσιονομική προσπάθεια. Συνεπώς, η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος παραμένει σε αναστολή. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι στόχοι για την περίοδο 2022-24 δεν αναμένεται να εκπληρωθούν εάν δεν επέλθουν αλλαγές στην πολιτική, υποδηλώνοντας την ανάγκη να υιοθετηθεί μεσοπρόθεσμη στρατηγική προσαρμογής και αντίστοιχα διορθωτικά μέτρα. Ενώ ο λόγος του χρέους είναι κάτω του ορίου του 60% του ΑΕΠ, παρουσιάζει αύξηση από το 2019. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ρουμανία αντιμετωπίζει χαμηλού ύψους κινδύνους βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών βραχυπρόθεσμα, μεγάλου ύψους κινδύνους μεσοπρόθεσμα και μεσαίου ύψους κινδύνους μακροπρόθεσμα, καθώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που θέτει η γήρανση του πληθυσμού της. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς (26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022) το λέι Ρουμανίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά λειτούργησε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας με ελεγχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Η συναλλαγματική ισοτιμία του λέι Ρουμανίας επέδειξε, κατά μέσο όρο, πολύ χαμηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 25 Μαΐου 2022 διαμορφώθηκε σε 4,9416 λέι ανά ευρώ, δηλ. 2,2% κάτω από το μέσο επίπεδο του Μαΐου 2020. Τον Ιούνιο του 2020 η Banca Naţională a României συνήψε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ βάσει της οποίας μπορούσε να δανειστεί έως 4,5 δισεκ. ευρώ έναντι υψηλής ποιότητας εξασφαλίσεων σε ευρώ ώστε να παράσχει ρευστότητα σε ευρώ σε ρουμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να αντιμετωπιστούν δυνητικές ανάγκες ρευστότητας λόγω της πανδημίας. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ρουμανία διαμορφώθηκαν σε 4,7% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν αρκετά υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ρουμανία έχουν μειωθεί σε σχέση με το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα ελαφρώς άνω του 7% σε επίπεδα γύρω στο 4,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στη Ρουμανία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για τη Ρουμανία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022, υπογραμμίζοντας ζητήματα που αφορούσαν την εξωτερική θέση της και την ανταγωνιστικότητα κόστους. Αν και η Ρουμανία έχει σημειώσει πρόοδο ως προς την εκπλήρωση των προϋποθέσεων οικονομικής σύγκλισης από τις αρχές της δεκαετίας του 2010, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας. Η σχετικά χαμηλή ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης της χώρας, καθώς και το ασθενές επιχειρηματικό περιβάλλον της, εξακολουθούν να αποτελούν πρόσκομμα για το αναπτυξιακό δυναμικό της. Επιπλέον, η αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων παραμένει βασικός παράγοντας για να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και να οδηγηθεί η οικονομία στην επερχόμενη πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Απαιτούνται επίσης μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της διαφθοράς, τη βελτίωση του ανταγωνισμού και την ενίσχυση της προβλεψιμότητας του φορολογικού, του δικαστικού, του κανονιστικού και του διοικητικού συστήματος της χώρας. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Ρουμανίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ρουμανία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.7 Σουηδία
Τον Απρίλιο του 2022 ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ στη Σουηδία ήταν 3,7%, δηλ. αρκετά χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 4,9% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο ρυθμός αυτός αναμένεται να αυξηθεί σταδιακά τους επόμενους μήνες, ωθούμενος κυρίως από τις αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, τις πιέσεις στις τιμές οι οποίες διαχέονται ευρύτερα και την περαιτέρω επιδείνωσης των προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ 0,2% και 3,7%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,2%. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σουηδία είναι ήδη υψηλότερο από το επίπεδο της ζώνης του ευρώ ως σύνολο και, συνεπώς, δεν αντιμετωπίζει προκλήσεις που αφορούν τη διαδικασία πραγματικής σύγκλισης. Όσον αφορά το προσεχές διάστημα, η επίτευξη σταθερότητας των τιμών στη Σουηδία θα εξακολουθήσει να στηρίζεται στη νομισματική πολιτική και στο προσανατολισμένο στη σταθερότητα θεσμικό πλαίσιο.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης της Σουηδίας ήταν αρκετά χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς 3% το 2021 και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ ήταν αρκετά χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 60%. Η Σουηδία δεν εντάχθηκε ποτέ σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2022 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υποδηλώνουν συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Σουηδία αντιμετωπίζει χαμηλού ύψους κινδύνους μεσομακροπρόθεσμα. Ενώ η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να παραμείνει έτοιμη να αντιδράσει άμεσα για να αντιμετωπίσει την εξελισσόμενη κατάσταση της πανδημίας, με δεδομένη και τη γεωπολιτική κατάσταση είναι απαραίτητο να ληφθούν αποδοτικά και κατάλληλα στοχευμένα μέτρα και να εφαρμοστούν συνετές και φιλικές προς την ανάπτυξη δημοσιονομικές πολιτικές ώστε να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς από 26 Μαΐου 2020 έως 25 Μαΐου 2022, η κορώνα Σουηδίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ αλλά λειτούργησε υπό καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Σουηδίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 25 Μαΐου 2022 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 10,5419 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. 0,5% υψηλότερη από το μέσο επίπεδο του Μαΐου 2020. Κατά την περίοδο αναφοράς η Sveriges Riksbank διατήρησε συμφωνία ανταλλαγής με την ΕΚΤ για δανεισμό ύψους έως 10 δισεκ. ευρώ με αντάλλαγμα κορώνες Σουηδίας, η οποία ισχύει από τις 20 Δεκεμβρίου 2007, με σκοπό τη διευκόλυνση της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών και την παροχή ρευστότητας σε ευρώ εφόσον χρειαστεί. Δεδομένου ότι αυτή η συμφωνία βοήθησε στον περιορισμό των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, είναι πιθανόν να επηρέασε και τη συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Σουηδίας έναντι του ευρώ κατά την περίοδο αναφοράς.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Μάιο του 2021 έως τον Απρίλιο του 2022 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Σουηδία διαμορφώθηκαν σε 0,4% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν αρκετά χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,6% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Σουηδία έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2012, καθώς τα μέσα δωδεκάμηνα επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα γύρω στο 2% σε επίπεδα γύρω στο 0,5%.
Η διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση στη Σουηδία απαιτεί τη συνέχιση της άσκησης οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Παρά τη σημαντική επίδραση της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, οι τιμές των κατοικιών στη Σουηδία αυξήθηκαν απότομα από την άνοιξη του 2020, κυρίως λόγω της αυξημένης ζήτησης. Η άνοδος αυτή φαίνεται να αποκλίνει σημαντικά από ιστορικά θεμελιώδη μεγέθη όπως τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για τη Σουηδία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022, κυρίως λόγω των μακροοικονομικών ανισορροπιών που απορρέουν από την αγορά κατοικιών. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Σουηδίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Σουηδία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Σουηδία όφειλε να έχει ψηφίσει εθνικές νομοθετικές διατάξεις για την ενσωμάτωσή της στο Ευρωσύστημα από την 1η Ιουνίου 1998. Μέχρι σήμερα, οι σουηδικές αρχές δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες νομοθετικές ενέργειες προκειμένου να αρθούν οι ασυμβατότητες που περιγράφονται στην παρούσα αλλά και σε παλαιότερες εκθέσεις.
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2022
Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.ecb.europa.eu
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Τελευταία ημερομηνία για τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση: 25 Μαΐου 2022.
Για θέματα ορολογίας και συντομογραφίες ανατρέξτε στο Γλωσσάριο της ΕΚΤ (αγγλικά) (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).
HTML ISBN 978-92-899-5233-0, ISSN 1725-9517, doi:10.2866/884600, QB-AD-22-001-EL-Q
Στους πίνακες χρησιμοποιούνται τα εξής σύμβολα:
“-” δεν υπάρχουν/δεν εφαρμόζονται στοιχεία
“.” τα στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα
Όταν υπογράφηκε η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992, στη Δανία χορηγήθηκε ρήτρα εξαίρεσης σύμφωνα με την οποία δεν υποχρεούται να συμμετάσχει στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και άρα να υιοθετήσει το ευρώ.
Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, με τον όρο “Συνθήκη” νοείται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και οι παραπομπές στα άρθρα αντανακλούν την αρίθμηση που ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 2009. Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, με τον όρο “Συνθήκες” νοούνται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. επίσης την αποσαφήνιση αυτών των όρων στο Διαδικτυακό Γλωσσάριο της ΕΚΤ (διατίθεται μόνο στα αγγλικά).
Ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ ανέλαβε τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σ. 63). Βλ. άρθρο 33 (2) του εν λόγω Κανονισμού.
Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Απριλίου 2014 που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (Κανονισμός για το Πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141, 14.5.2014, σ. 1).
Βλ. την Απόφαση (ΕΕ) 2020/1015 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Ιουνίου 2020 σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Българска народна банка (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) (EKT/2020/30) (ΕΕ L 224I, 13.7.2020, σ. 1) και την Απόφαση (ΕΕ) 2020/1016 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Ιουνίου 2020 σχετικά με τη θέσπιση στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Hrvatska Narodna Banka (ΕΚΤ/2020/31) (ΕΕ L 224I, 13.7.2020, σ. 4). Ταυτόχρονα τέθηκε σε ισχύ και η συμφωνία για την ένταξη του λεβ Βουλγαρίας και του κούνα Κροατίας στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών ΙΙ.
Βλ. την Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα του 2020, ιδίως την Ενότητα 4.1 “Διεύρυνση του ΕΕΜ μέσω στενής συνεργασίας”.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2022 (COM(2021) 741 final).
Επισημαίνεται ότι η έννοια της προσέγγισης των ακραίων περιπτώσεων (outlier) έχει αναφερθεί και σε παλαιότερες εκθέσεις για τη σύγκλιση της ΕΚΤ, καθώς και σε Εκθέσεις για τη Σύγκλιση που έχουν καταρτιστεί από το ΕΝΙ. Σύμφωνα με αυτές τις εκθέσεις, ένα κράτος-μέλος θεωρείται ότι αποτελεί ακραία περίπτωση όταν πληρούνται οι εξής δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ο δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού είναι σημαντικά χαμηλότερος από τους συγκρίσιμους ρυθμούς πληθωρισμού άλλων κρατών-μελών και, δεύτερον, οι εξελίξεις των τιμών στο εν λόγω κράτος-μέλος έχουν επηρεαστεί έντονα από έκτακτους παράγοντες. Ο χαρακτηρισμός μιας περίπτωσης ως ακραίας δεν γίνεται μηχανιστικά. Η χρησιμοποιούμενη προσέγγιση καθιερώθηκε προκειμένου να αντιμετωπιστούν κατάλληλα πιθανές σημαντικές στρεβλώσεις στην εξέλιξη του πληθωρισμού σε επιμέρους χώρες.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 6).
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 33).
Η ΣΣΣΔ ισχύει και για εκείνα τα κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία την έχουν κυρώσει, από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η απόφαση περί κατάργησης της σχετικής παρέκκλισης ή από προγενέστερη ημερομηνία, εφόσον το κράτος-μέλος δηλώσει την πρόθεσή του να δεσμεύεται, από αυτή την προγενέστερη ημερομηνία, από το σύνολο ή μέρος των διατάξεων της ΣΣΣΔ.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 1).
Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41).
Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 25).
Βλ. άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1176/2011.
Βλ. αιτιολογική σκέψη 17 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1176/2011.
Γνώμες CON/2010/37 και CON/2010/91. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ δημοσιεύονται στη βάση δεδομένων EUR-Lex.
Απόφαση 98/317/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998, σύμφωνα με το άρθρο 109ι(4) της Συνθήκης (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σ. 30). Σημείωση: Ο τίτλος της Απόφασης 98/317/ΕΚ αναφέρεται στη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πριν από την επαναρίθμηση των άρθρων της εν λόγω Συνθήκης σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης του Άμστερνταμ). Η διάταξη αυτή έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, 23.9.2003, σ. 33).
Για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 157, 21.6.2005, σ. 203). Για την Κροατία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας και των προσαρμογών της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ L 112, 24.4.2012, σ. 21).
Ειδικότερα τις Εκθέσεις για τη Σύγκλιση της ΕΚΤ του Ιουνίου 2016 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2014 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2013 (για τη Λεττονία), του Μαΐου 2012 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2010 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2008 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2007 (για την Κύπρο και τη Μάλτα), του Δεκεμβρίου 2006 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2006 (για τη Λιθουανία και τη Σλοβενία), του Οκτωβρίου 2004 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2002 (για τη Σουηδία) και του Απριλίου 2000 (για την Ελλάδα και τη Σουηδία) και την Έκθεση για τη Σύγκλιση του ΕΝΙ του Μαρτίου 1998.
Όσον αφορά τα καθήκοντα και τις εξουσίες που έχουν ανατεθεί εν μέρει στην ΕΚΤ, η εθνική νομοθεσία πρέπει να τελεί υπό την προϋπόθεση των καθηκόντων και εξουσιών που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ. Βλ. Γνώμη CON/2020/15.
Βλ. μεταξύ άλλων, Υπόθεση C-265/95 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, EU:C:1997:595.
ΕΕ L 189, 3.7.1998, σ. 42.
Το ίδιο ισχύει για το καθεστώς απορρήτου του ΕΣΚΤ. Βλ. Ενότητα 2.1.4 της παρούσας Έκθεσης για τη Σύγκλιση.
Γνώμη CON/2011/104.
Βλ. την παράγραφο 2.3 της Γνώμης CON/2019/15 και την υπόθεση C-11/00 Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, EU:C:2003:395, παράγραφοι 134-136.
Γνώμη CON/2019/23.
Βλ. παράγραφο 2.2 της Γνώμης CON/2011/104 και παράγραφο 3.2.2 της Γνώμης CON/2017/34.
Βλ. παράγραφο 2.2. της Γνώμης CON/2021/35.
Γνώμη CON/2010/31.
Γνώμη CON/2009/93.
Γνώμη CON/2010/94.
Γνώμη CON/2016/33.
Γνώμες CON/2014/25 και CON/2015/57.
Γνώμη CON/2018/17.
Βλ.LR Ģenerālprokuratūra, C-3/20, ECLI:EU:C:2021:969, παράγραφος 43.
Βλ. Rimšēvičs v Latvia, C-202/18, EU:C:2019:139, παράγραφος 76.
Βλ.Rimšēvičs v Latvia, C-202/18, EU:C:2019:139, παράγραφος 52, και Γνώμη CON/2011/9.
Βλ. π.χ. τις Γνώμες CON/2010/56, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106 και CON/2021/9.
Γνώμη CON/2018/23.
Γνώμη CON/2012/89.
Γνώμες CON/2018/17, CON/2019/19 και CON/2019/36.
Γνώμη CON/2018/53.
Βλ. Γνώμη CON/2019/36 και Γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Kokott στην υπόθεση Rimšēvičs κατά Λεττονίας, C-202/18, EU:C:2018:1030, παράγραφος 77.
Βλ. Rimšēvičs κατά Λεττονίας, C-202/18, EU:C:2019:139, παράγραφος 96.
Γνώμες CON/2004/35, CON/2005/26, CON/2006/32, CON/2006/44, CON/2007/6, CON/2019/19 και CON/2019/24.
Βλ. Rimšēvičs κατά Λεττονίας, C-202/18, EU:C:2019:139, παράγραφος 76.
Από αυτή την άποψη, τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να ορίζουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για το διορισμό των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τους, αρκεί να μην έρχονται σε αντίθεση με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας της κεντρικής τράπεζας που απορρέουν από τις Συνθήκες. Βλ. Γνώμες CON/2018/23, CON/2020/19 και CON/2021/9.
Γνώμη CON/2021/7.
Γνώμες CON/2014/24, CON/2014/27, CON/2014/56 και CON/2017/17.
Το άρθρο 30.4 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
Το άρθρο 33.2 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
Γνώμες CON/2016/55, CON/2020/11 και CON/2020/13.
Γνώμη CON/2020/13.
Γνώμη CON/2018/17.
ΕΕ L 115 της 16.5.2000, σ. 1.
Απόφαση ΕΚΤ/2010/26 της 13ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ (ΕΕ L 11, 15.1.2011, σελ. 53).
Οι κυριότερες γνώμες διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσε η ΕΚΤ επ' αυτού του θέματος είναι οι εξής: Γνώμες CON/2002/16, CON/2003/22, CON/2003/27, CON/2004/1, CON/2006/38, CON/2006/47, CON/2007/8, CON/2008/13, CON/2008/68 και CON/2009/32.
Γνώμη CON/2019/12.
Γνώμη CON/2019/19.
Όσον αφορά τις δραστηριότητες των ανεξάρτητων εξωτερικών ελεγκτών των ΕθνΚΤ, βλ. το άρθρο 27.1 του Καταστατικού.
Γνώμες CON/2011/9, CON/2011/53, CON/2015/57 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2015/8, CON/2015/57, CON/2016/24, CON/2016/59 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2017/17 και CON/2018/17.
Γνώμες CON/2009/85 και CON/2017/17.
Γνώμες CON/2009/26 και CON/2013/15.
Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
Γνώμες CON/2009/53, CON/2009/83 και CON/2019/21.
Γνώμες CON/2009/26,CON/2012/69 και CON/2020/13.
Γνώμη CON/2021/7.
Γνώμη CON/2019/19.
Γνώμες CON/2008/9, CON/2008/10 και CON/2012/89.
Γνώμη CON/2019/19.
Γνώμες CON/2010/42, CON/2010/51, CON/2010/56, CON/2010/69, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106, CON/2012/6, CON/2012/86 και CON/2014/7.
Γνώμη CON/2014/38.
Γνώμη CON/2021/16.
Γνώμες CON/2015/8 και CON/2015/57.
EE L 332, 31.12.1993, σ. 1. Τα άρθρα 104 και 104β(1), της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκαν ως άρθρα 123 και 125(1) της Συνθήκης.
Βλ. την Έκθεση για τη Σύγκλιση 2008, σ. 26-27, υποσημείωση 13, στην οποία παρατίθενται γνώμες διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσαν το ΕΝΙ/η ΕΚΤ μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαρτίου 2008.
Αιτιολογική σκέψη 14 και άρθρο 7 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Βλ. π.χ. τις Γνώμες CON/2016/21, CON/2017/4, CON/2020/37 και CON/2021/23.
Βλ. Γνώμη CON/2021/39.
Τέτοιου είδους αξιολόγηση μπορεί να μην είναι απαραίτητη εάν το καθήκον που ανατίθεται στην ΕθνΚΤ συμπληρώνει απλώς μια υπάρχουσα λειτουργία της ΕθνΚΤ και δεν είναι στην πραγματικότητα νέο καθήκον.
Βλ. π.χ. Γνώμη CON/2016/54.
Γνώμες CON/2011/30, CON/2015/36, CON/2015/46 και Γνώμη CON/2021/29.
Βλ. π.χ. Γνώμη CON/2015/22.
Βλ. την ενότητα με τίτλο “Οικονομική ενίσχυση προς ταμεία εξυγίανσης ή συμφωνίες χρηματοδότησης και συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών" για κάποιες ειδικές περιπτώσεις.
Γνώμες CON/2015/36, CON/2015/46, CON/2016/49, CON/2016/57 και CON/2018/57.
Γνώμη CON/2015/12.
Γνώμη CON/2016/45.
Γνώμη CON/2016/54.
Γνώμη CON/2017/19.
Γνώμη CON/2017/32.
Γνώμη CON/2018/43.
Γνώμη CON/2021/29.
Γνώμες CON/2020/2 και CON/2021/35.
Γνώμη CON/2021/9.
Γνώμες CON/2007/29, CON/2016/31, CON/2017/3 και CON/2017/12.
Γνώμη CON/2019/27.
Γνώμη CON/2015/45.
Γνώμη CON/2016/31.
Γνώμες CON/2015/54, CON/2016/34 και CON/2017/3.
Γνώμη CON/2019/07.
Γνώμη CON/2019/02.
Γνώμη CON/2017/52.
Γνώμες CON/2018/2 και CON/2018/5.
Γνώμες CON/2016/38 και CON/2020/23.
Γνώμη CON/2021/34.
Γνώμη CON/2021/34.
Γνώμη CON/2017/2.
Γνώμη CON/2021/9. Αυτό αναλύεται περαιτέρω στην υποενότητα “Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συμφωνίες χρηματοδότησης και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών” που ακολουθεί.
Γνώμη CON/2016/42.
Γνώμη CON/2012/4.
Γνώμες CON/2011/91 και CON/2011/99.
Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
Γνώμη CON/2013/56.
Γνώμη CON/2015/22.
Γνώμες CON/2019/20 και CON/2021/7.
Γνώμη CON/2013/5.
Γνώμες CON/2012/50, CON/2012/64, και CON/2012/71.
Γνώμη CON/2012/4, υποσημείωση 42 που παραπέμπει σε άλλες σχετικές Γνώμες επί του θέματος. Βλ. επίσης Γνώμες CON/2016/55 και CON/2017/1.
Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.
Γνώμες CON/2015/22, CON/2016/28 και CON/2019/16.
Γνώμες CON/2011/103, CON/2012/99, CON/2015/3 και CON/2015/22.
Γνώμες CON/2015/33, CON/2015/35 και CON/2016/60.
Αιτιολογική σκέψη 27 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173, 12.6.2014, σ. 149).
Αιτιολογική σκέψη 23 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22).
Γνώμες CON/2020/24 και CON/2021/17.
Γνώμες CON/2011/83 και CON/2015/52.
Γνώμη CON/2011/84.
Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 και Γνώμη CON/2013/2.
Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
Άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
Γνώμη CON/2013/3.
Γνώμες CON/2009/23, CON/2009/67 και CON/2012/9.
Βλ. μεταξύ άλλων τις Γνώμες CON/2010/54, CON/2010/55 και CON/2013/62.
Γνώμη CON/2012/9.
Βλ.σχετικά Smaranda Bara and Others v Casa Naţională de Asigurări de Sănătate and Others, C-201/14, EU:C:2015:638, παρ. 22, και Peter Gauweiler and Others v Deutscher Bundestag, C-62/14, EU:C:2015:400, παρ. 100.
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3604/93 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1993 για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης που αναφέρεται στο άρθρο 104Α της Συνθήκης [για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας] (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 4). Το άρθρο 104α της Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι τώρα το άρθρο 124 της Συνθήκης.
Άρθρο 3(2) και αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
Γνώμη του Γενικού εισαγγελέα Elmer στην υπόθεση Société civile immobilière Parodi v Banque H. Albert de Bary et Cie., C-222/95, EU:C:1997:345, παρ. 24.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176, 27.06.2013, σ. 1), και Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 338).
Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 575/2013.
Άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
Υπέρ αυτού συνηγορούν το άρθρο 3(2) και η αιτιολογική σκέψη 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 19ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (κατευθυντήρια γραμμή γενικής τεκμηρίωσης) (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 191, 2.4.2015, σ. 3).
Όσο υψηλότερα είναι τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, τόσο λιγότερα κεφάλαια για χρηματοδοτήσεις διαθέτουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δημιουργία χρήματος.
Βλ. το άρθρο 19 του Καταστατικού, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 1), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250, 2.10.2003, σ. 10) και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2013/33) (ΕΕ L 297, 7.11.2013, σ. 1).
Η “Δήλωση της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με τη γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος στις Συνθήκες”, που επισυνάπτεται στις Συνθήκες, ορίζει ότι: “Με την επιφύλαξη της τυποποιημένης γραφής του ονόματος του ενιαίου νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αναφέρουν οι Συνθήκες ως έχει στα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, η Λεττονία, η Ουγγαρία και η Μάλτα δηλώνουν ότι η γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων του, όπως χρησιμοποιείται στο λεττονικό, ουγγρικό και μαλτέζικο κείμενο των Συνθηκών, δεν έχει καμία επίπτωση στους ισχύοντες κανόνες της λεττονικής, της ουγγρικής και της μαλτέζικης γλώσσας”.
ΕΕ L 139 της 11.05.1998, σ. 1.
Γνώμη CON/2012/87.
Γνώμη CON/2020/2.
Γνώμες CON/2010/30 και CON/2010/48.
Βλ. ιδίως τα άρθρα 127 και 128 της Συνθήκης και τα άρθρα 3 έως 6 και 16 του Καταστατικού.
Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, πρώτη περίπτωση.
Γνώμες CON/2012/105, CON/2013/90 και CON/2013/91.
Π.χ. εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τη μεταφορά της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41). Βλ. Γνώμες CON/2013/90 και CON/2013/91.
Γνώμες CON/2009/99, CON/2011/79 και CON/2017/1.
Γνώμη CON/2010/8.
Γνώμη CON/2008/34.
Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, τρίτη περίπτωση.
Με εξαίρεση τα τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα, τα οποία επιτρέπεται να κατέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 127(3) της Συνθήκης.
Από αυτή την άποψη, στην εθνική νομοθεσία πρέπει να διασφαλίζεται η συνέπεια προς τις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων σύμφωνα με την ενωσιακή νομοθεσία. Βλ. Γνώμη CON/2020/29.
Γνώμη CON/2013/88.
Γνώμες CON/2015/5 και CON/2015/24.
Άρθρο 26 του Καταστατικού.
Άρθρο 27 του Καταστατικού.
Άρθρο 28 του Καταστατικού.
Άρθρο 30 του Καταστατικού.
Άρθρο 32 του Καταστατικού.
Για τους σκοπούς της παρούσας έκθεσης, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αναφέρονται σε μονάδες εθνικού νομίσματος ανά ευρώ. Συνεπώς, η μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αντιστοιχεί σε ανατίμηση του νομίσματος έναντι του ευρώ, ενώ η αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αντιστοιχεί σε υποτίμηση του νομίσματος έναντι του ευρώ. Τα αντίστοιχα ποσοστά υποδηλώνουν το βαθμό ανατίμησης ή υποτίμησης του νομίσματος.
Η έκθεση καταρτίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 126(3) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (COM (2022) 630 final).
European Commission, 2022 European Semester - Spring Package (COM (2022) 600 final).
Οι δυνητικές επιδράσεις του NGEU στην οικονομία αναλύονται στη μελέτη “The economic impact of Next Generation EU: a euro area perspective”, Occasional Paper Series, No 291, ECB, April 2022.
Η μέτρηση της ποιότητας των θεσμών παραμένει δυσχερής και αρκετά αμφιλεγόμενη.
Αφενός, οι δείκτες που βασίζονται σε αντιλήψεις είναι δυνατόν να έχουν κάποια πλεονεκτήματα έναντι άλλων δεικτών. Ένα από τα πλεονεκτήματα των σχετικών ερευνών πεδίου είναι η σφαιρικότητά τους, ενώ πιο εξειδικευμένοι δείκτες μπορεί να παρέχουν έντονα στρεβλωμένη πληροφόρηση. Επίσης, ενώ το απόλυτο μέγεθός τους μπορεί να είναι αμφισβητήσιμο, οι δείκτες είναι χρήσιμοι για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, εκτός εάν είναι σαφές ότι υπάρχει συστηματική μεροληψία εις βάρος μίας ή περισσότερων συγκεκριμένων χωρών. Επιπλέον, οι δείκτες που βασίζονται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των νόμων και όχι σε λεπτομερή γνώση του πώς εφαρμόζονται στην πράξη μπορεί να είναι παραπλανητικοί. Εξάλλου, επειδή δεν υπάρχει κάποιο θεσμικό πρότυπο που να θεωρείται εκ των προτέρων προτιμότερο, οι έρευνες που καταγράφουν αντιλήψεις είναι πιθανόν να αποτρέπουν μεροληψίες μέτρησης λόγω του ότι αποτυπώνουν απευθείας τις διάφορες διαστάσεις της οικονομικής διακυβέρνησης.
Αφετέρου, οι έρευνες που καταγράφουν αντιλήψεις δεν είναι και αυτές απαλλαγμένες στρεβλώσεων. Για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάζονται έντονα από ένα πρόσφατο επεισόδιο ή από αστοχίες στον σχεδιασμό του ερωτηματολογίου.
Δεδομένων των αδυναμιών και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των υποκειμενικών δεικτών (π.χ. αντίληψη της διαφθοράς) και των πιο αντικειμενικών δεικτών (π.χ. ανταγωνιστικότητα) αντίστοιχα, τα Διαγράμματα 3.8 και 3.9 παρουσιάζουν και τα δύο είδη δεικτών.
Εξάλλου, όσον αφορά τις χώρες της ΕΕ, μόλις τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί το ενδιαφέρον στους δείκτες μέτρησης του θεσμικού περιβάλλοντος για σκοπούς αναλύσεων και χάραξης πολιτικής. Συνεπώς, υπάρχει γενικώς μεγάλο περιθώριο για βελτιώσεις στις μεθόδους της μέτρησης. Τέλος, οι προσεγγίσεις των επιμέρους χωρών σε ένα τόσο σύνθετο ζήτημα όσο η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης είναι αναπόφευκτα κάπως ανεπαρκείς και πρέπει σαφώς να συμπληρώνονται από αξιολογήσεις ανά χώρα από πιο μακροχρόνια σκοπιά. Ωστόσο, παρά τις όποιες δυσκολίες μέτρησης, η ποιότητα των θεσμών και η καλή διακυβέρνηση παραμένουν κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες οικονομικής και κοινωνικής και κοινωνικής δικαιοσύνης μακροπρόθεσμα.