- ΟΜΙΛΊΑ
25η επέτειος της ΕΚΤ
Εισαγωγικές παρατηρήσεις της Christine Lagarde, Προέδρου της ΕΚΤ, κατά τον εορτασμό της 25ης επετείου της ΕΚΤ
Φρανκφούρτη, 24 Μαΐου 2023
Με μεγάλη χαρά σας καλωσορίζω σε αυτή την εκδήλωση για την 25η επέτειο από την ίδρυση της ΕΚΤ και του Ευρωσυστήματος.
Ο Χέλμουτ Κολ, πρώην Γερμανός Καγκελάριος, κάποτε παρατήρησε ότι «η ειρήνη σημαίνει κάτι περισσότερο από την απουσία πολέμου». Επί της ουσίας, η ιστορία του ευρώ αφορά την οικοδόμηση των θεμελίων για διαρκή ειρήνη.
Είναι μια ιστορία που πηγάζει από τη μακρόπνοη απόφαση της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να ενώσει τις οικονομίες της τόσο στενά ώστε το μέλλον μας να είναι αδιαχώριστο, κάτι που, με τη σειρά του, δημιούργησε την ισχυρή λογική στην οποία βασίζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Αυτή η μηχανή ολοκλήρωσης σήμαινε ότι κάθε φορά που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια δοκιμασία δεν διαιρεθήκαμε αφήνοντας να αποτύχει αυτό που είχαμε χτίσει μαζί. Αντ’ αυτού, αντιμετωπίσαμε αυτές τις προκλήσεις κατά μέτωπο και τις αντιμετωπίσαμε μαζί.
Και ήταν το ίδιο αυτό πνεύμα που, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και εξής, κατέστησε το ενιαίο νόμισμα ένα απαραίτητο επόμενο βήμα στο ευρωπαϊκό μας ταξίδι.
Εκείνη την εποχή άλλαζε τόσο η Ευρώπη όσο και ο κόσμος.
Πρώτον, η κοινή μας αγορά μετεξελισσόταν στην Ενιαία Αγορά. Γι' αυτό ήταν ακόμα πιο σημαντικό να εξαλειφθεί η προοπτική ανταγωνιστικών υποτιμήσεων μεταξύ των μεγάλων οικονομιών, δεδομένου ότι αυτή η προοπτική θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη και θα αντέστρεφε την τάση για ανοιχτό πνεύμα.
Αλλά καθώς πολλαπλασιάζονταν οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων, το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών της Ευρώπης γινόταν ολοένα πιο ασταθές, με χαρακτηριστική την κρίση του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών το 1992-93.
Δεύτερον, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική ενοποίηση απειλούσε επίσης τους Ευρωπαίους με απώλεια της νομισματικής κυριαρχίας. Οι νομισματικές πολιτικές των μεγάλων χωρών που εξέδιδαν παγκόσμια νομίσματα –ειδικά των Ηνωμένων Πολιτειών– ασκούσαν διαρκώς αυξανόμενες παγκόσμιες επιδράσεις.[1]
Ανεξάρτητα από το χρησιμοποιούμενο καθεστώς συναλλαγματικών ισοτιμιών, αυτό σήμαινε ότι το περιθώριο για τις μικρότερες χώρες να καθορίζουν τις νομισματικές συνθήκες σύμφωνα με τις εγχώριες ανάγκες τους μειωνόταν σταδιακά.
Τρίτον, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τέθηκαν νέα, θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με την κατεύθυνση της Ευρώπης – και το ποιος θα ασκούσε επιρροή εντός της. Αυτό δημιούργησε μια ισχυρή ανάγκη για νέα ευρωπαϊκά σύμβολα που θα μπορούσαν να ενώσουν τους ανθρώπους σε μια ευρύτερη και πιο πολυσυλλεκτική Ένωση.
Το ευρώ ήταν η λογική απάντηση και στις τρεις αυτές αλλαγές. Προσέφερε στους Ευρωπαίους σταθερότητα, κυριαρχία και αλληλεγγύη.
Σταθερότητα, διότι το ευρώ εξασφάλιζε ότι η Ενιαία Αγορά θα μπορούσε να θωρακιστεί απέναντι στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, καθιστώντας παράλληλα αδύνατες τις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά των νομισμάτων των χωρών της ζώνης του ευρώ.
Κυριαρχία, διότι η υιοθέτηση μιας ενιαίας νομισματικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα σήμαινε αύξηση της ανεξαρτησίας της Ευρώπης έναντι άλλων σημαντικών παραγόντων.
Και αλληλεγγύη, διότι το ευρώ θα γινόταν το πιο ισχυρό και απτό σύμβολο της ευρωπαϊκής ενότητας στην καθημερινότητα των πολιτών.
Το ευρώ μέσα από τις κρίσεις
Μπορούμε να είμαστε ευγνώμονες για τη διορατικότητα των οραματιστών ιδρυτών της Ευρώπης. Όταν γεννήθηκε το ευρώ την 1η Ιανουαρίου 1999, δεν μπορούσαν ούτε καν να φανταστούν τις κρίσεις που τους επιφύλασσε το μέλλον.
Ο πρώτος Πρόεδρος της ΕΚΤ, Wim Duisenberg, αντιμετώπισε την 11η Σεπτεμβρίου και την κρίση dotcom. Ο διάδοχός του, Jean-Claude Trichet, έπρεπε να διαχειριστεί την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση δημόσιου χρέους στις αρχές της, την οποία κληρονόμησε ο προκάτοχός μου, Mario Draghi. Αυτός κλήθηκε να λειτουργήσει σε ένα κλίμα φόβου για το μέλλον της ζώνης του ευρώ, ενώ ακολούθησε μια παρατεταμένη περίοδος υπερβολικά χαμηλού πληθωρισμού.[2]
Και στη δική μου Προεδρία είχαμε ήδη την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα για την οικονομική δραστηριότητα, τη βάναυση εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση και την επιστροφή του πολύ υψηλού πληθωρισμού.
Ωστόσο, η θεμελιώδης υπόσχεση του ευρώ τηρήθηκε. Και χάρη σε μεγάλο βαθμό στη νομισματική μας ένωση, καταφέραμε να ανταπεξέλθουμε σε όλες τις προκλήσεις, βγαίνοντας από αυτές κάθε φορά λίγο πιο δυνατοί.
Πρώτον, το ευρώ μάς έφερε σταθερότητα.
Με σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες, η Ενιαία Αγορά –και η δέσμευση για ειρήνη που αντιπροσωπεύει– δεν επιβίωσε απλώς, αλλά άνθησε. Μόνο να φανταστεί μπορεί κανείς πόσο δελεαστικός θα ήταν ο προστατευτισμός αν δεν είχε εξαλειφθεί η πιθανότητα ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.
Το ευρώ μας θωράκισε επίσης ενάντια σε εξωτερικές διαταραχές. Λίγο μετά την εισαγωγή του καθιερώθηκε γρήγορα ως το δεύτερο αποθεματικό νόμισμα και νόμισμα τιμολόγησης στον κόσμο. Ως εκ τούτου, οι τιμές άνω των μισών εμπορικών συναλλαγών μας εκφράζονται πλέον σε ευρώ, και για τις υπόλοιπες το ενιαίο νόμισμα έχει συμβάλει στην προστασία της οικονομίας από την υπερβολική μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών.[3]
Ενδεικτικά, οι εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ υποδηλώνουν ότι, εάν δεν είχε γίνει η εισαγωγή του ευρώ, η υποτίμηση των νομισμάτων ορισμένων χωρών της ζώνης του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ θα μπορούσε να ήταν έως και 14% μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και έως και 10% μεγαλύτερη κατά τη διάρκεια της πανδημίας.[4]
Φυσικά, έχει προκύψει αστάθεια σε άλλους τομείς που δεν είχαν περιληφθεί στον αρχικό σχεδιασμό της ζώνης του ευρώ, με τον πιο οδυνηρό μάλιστα τρόπο κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους. Αλλά τα όποια κενά καλύφθηκαν, κυρίως μέσω της δημιουργίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας.
Δεύτερον, το ευρώ αύξησε την κυριαρχία μας, επιτρέποντάς μας να διαμορφώσουμε οι ίδιοι το οικονομικό μας πεπρωμένο και να καθορίσουμε τη νομισματική πολιτική που χρειάζεται η Ευρώπη για να επιτύχει σταθερές τιμές και βιώσιμη ανάπτυξη.
Χάρη στην ενιαία νομισματική πολιτική μας, η ΕΚΤ κατάφερε να ανταποκριθεί με ταχύτητα και αποφασιστικότητα σε κάθε είδους διαταραχή που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε. Και το κάναμε αυτό ακόμα και όταν άλλες μεγάλες χώρες κινούνταν προς διαφορετική κατεύθυνση.
Αυτό έγινε ίσως πιο ορατό όταν η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ξεκίνησε έναν κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής το 2013, ενώ η ζώνη του ευρώ εξακολουθούσε να ανακάμπτει από την κρίση δημόσιου χρέους. Χάρη στην ανεξαρτησία της πολιτικής μας, καταφέραμε να χαράξουμε τη δική μας πορεία η οποία οδήγησε σε μια περίοδο ανάκαμψης που διήρκεσε 26 συνεχόμενα τρίμηνα.
Τρίτον, το ευρώ έχει δημιουργήσει αλληλεγγύη εντός της Ευρώπης.
Αποτέλεσε ένα σύμβολο ενότητας σε απίστευτα απαιτητικές περιόδους και παρείχε κίνητρο να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον στις πιο δύσκολες στιγμές μας. Και για αυτόν τον λόγο, νέες χώρες εξακολουθούν να το υιοθετούν.
Το τελευταία 25 χρόνια υποδεχθήκαμε εννέα νέες χώρες στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να αριθμούμε όχι 11 αλλά 20 μέλη – με πιο πρόσφατη την ένταξη της Κροατίας στις αρχές του τρέχοντος έτους.
Έχουμε πλέον φτάσει στο σημείο στο οποίο οι πολίτες μπορούν να διαχωρίζουν τους θεσμούς από τις πολιτικές. Και αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι το σήμα κατατεθέν της επιτυχίας. Μπορεί να συμφωνούν ή να διαφωνούν με τις πολιτικές της ΕΚΤ, αλλά ως επί το πλείστον δεν αμφισβητούν πλέον ότι η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ είναι η σωστή επιλογή.
Ενώ το ποσοστό των πολιτών που υποστηρίζουν το ευρώ διαμορφώθηκε στο χαμηλό επίπεδο του 60% περίπου κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους, το ποσοστό αυτό προσεγγίζει πλέον το 80%.[5] Και το βάθος αυτής της υποστήριξης καταδείχθηκε επίσης στις κάλπες κάθε φορά που η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ τέθηκε σε εθνικές εκλογές.
Ατενίζοντας το μέλλον
Αυτή μας η επιτυχία δεν σημαίνει ότι το έργο μας έχει ολοκληρωθεί. Σημαίνει ότι είμαστε πλέον σε θέση να κάνουμε τις καλύτερες επιλογές για τη νομισματική μας ένωση, αντί να συζητάμε για τους λόγους ύπαρξής της.
Έχει έρθει η ώρα να γραφτεί το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας του ευρώ. Και αυτό θα εξαρτηθεί από τις δράσεις που αναλαμβάνουμε εμείς, ως Ευρωπαίοι.
Για την ΕΚΤ, η άμεση και πρωταρχική προτεραιότητα είναι να επαναφέρουμε εγκαίρως τον πληθωρισμό στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%. Και θα τον επαναφέρουμε.
Αλλά όπως είπα πρόσφατα, καθώς αντιμετωπίζουμε τις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την απειλή της κλιματικής αλλαγής, η ΕΚΤ θα κληθεί στο μέλλον να ανταποκριθεί σε περισσότερες προκλήσεις. Πρέπει να συνεχίσουμε να παρέχουμε σταθερότητα σε έναν κόσμο που μόνο σταθερός δεν είναι.[6]
Και βασιζόμαστε επίσης σε άλλους φορείς χάραξης πολιτικής να διαδραματίσουν τον δικό τους ρόλο. Μια νομισματική ένωση δεν είναι ένα τελικό σημείο – είναι μια διαρκής διαδικασία ενοποίησης. Κάθε γενιά ηγετών πρέπει να τη συνεχίζει. Η ένωση θα πρέπει να είναι πολυδιάστατη – και να περιλαμβάνει δημοσιονομικές, χρηματοοικονομικές και τραπεζικές πτυχές ώστε να επιτευχθεί υψηλότερος βαθμός ενοποίησης, ιδίως εάν επιθυμούμε το ευρώ να εδραιώσει τον διεθνή του ρόλο.
Όταν ο Wim Duisenberg αποδέχτηκε το Βραβείο Καρλομάγνου για λογαριασμό του ευρώ το 2002, παρουσίασε το ευρώ ως ένα τριπλό συμβόλαιο.[7]
Είναι ένα συμβόλαιο μεταξύ των χωρών για να χρησιμοποιούν από κοινού τις δυνάμεις τους. Ένα συμβόλαιο μεταξύ της ΕΚΤ και των λαών της Ευρώπης για την κάλυψη των αναγκών τους, πάνω από όλα της ανάγκης για σταθερότητα των τιμών. Και ένα συμβόλαιο μεταξύ των ίδιων των Ευρωπαίων ότι θα μοιράζονται το κοινό τους νόμισμα.
Αλλά ένα συμβόλαιο δεν εκχωρεί μόνο δικαιώματα – αναθέτει και ευθύνες. Εναπόκειται σε όλους μας – ηγέτες, θεσμούς και πολίτες – να συνεχίσουμε να τιμούμε αυτό το συμβόλαιο για πολλά χρόνια στο μέλλον.
Βλ. Eichengreen, B. and Naef, A. (2022), «Imported or home grown? The 1992–3 EMS crisis», Journal of International Economics, Vol. 138, September; και Rey, H. (2015), «Dilemma not Trilemma: The Global Financial Cycle and Monetary Policy Independence», NBER Working Papers, No 21162, National Bureau of Economic Research, May.
Για μια επισκόπηση των πρώτων 20 ετών της ΕΚΤ, βλ. Rostagno, M. et al. (2021), Monetary Policy in Times of Crisis: A Tale of Two Decades of the European Central Bank, Oxford University Press.
Di Sano, M., Frohm, E. and Gunnella, V. (2022), «How important is invoicing currency choice for the impact of exchange rate fluctuations on trade?», The international role of the euro, ECB, June.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ με βάση την προσέγγιση συνθετικού ελέγχου και το σύστημα στάθμισης που περιγράφονται στο Gabriel, R.D. and Pessoa, A.S. (2020), «Adopting the Euro: a synthetic control approach», Munich Personal RePEc Archive Paper, No 99622, March. Η προσέγγιση συνίσταται στην υποκατάσταση των εθνικών νομισμάτων με σταθμισμένες ομάδες άλλων νομισμάτων που μιμούνται κατά το δυνατόν τις οικονομίες των εθνικών νομισμάτων. Επιπλέον, οι εκτιμήσεις υποδηλώνουν ανομοιογένεια μεταξύ των εναλλακτικών εθνικών νομισμάτων της ζώνης του ευρώ ως προς τον βαθμό των μεταβολών των συναλλαγματικών ισοτιμιών ως απάντηση στις διαταραχές.
Σύμφωνα με έρευνες του Ευρωβαρόμετρου.
Lagarde, C. (2023), «Central banks in a fragmenting world», ομιλία στο Council on Foreign Relations’ C. Peter McColough Series on International Economics, 17 Απριλίου.
Duisenberg, W. (2002), «International Charlemagne Prize of Aachen for 2002», ομιλία αποδοχής, Άαχεν, 9 Μαΐου.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- [email protected]
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου